Κάποτε, ήταν μια γυναίκα που ζούσε ξέγνοιαστα. Κοιμόταν οχτώ ώρες σερί, έπινε το καφεδάκι της αργά και βασανιστικά, και αν ήθελε να βγει για ένα ποτό, απλώς… έβγαινε. Δεν υπήρχε καμία προετοιμασία στρατιωτικού επιπέδου, κανένα «μαμά, ποιος θα κρατήσει το παιδί», κανένα «έχεις αφήσει φαΐ για το βράδυ;».
Αλλά, βλέπεις, είπε κι αυτή το μοιραίο «Ναι» στην πρόταση της φύσης και της κοινωνίας και έγιν μάνα. Και από τότε, έχει να κάτσει σαν άνθρωπος από το 2017.
Γιατί η μητρότητα, φίλες μου, δεν είναι όπως τη δείχνουν στις διαφημίσεις, με χαριτωμένα μωρά που γελάνε μέσα σε πεντακάθαρα σπίτια και μαμάδες με φρέσκο μαλλί και γυαλιστερό lip gloss. Όχι. Η μητρότητα είναι μία διαρκής, ασταμάτητη, εξαντλητική αποστολή επιβίωσης, ένα ατελείωτο πέρα-δώθε, ένας Μαραθώνιος Χωρίς Τερματισμό.
Από το πρωί που ανοίγει το μάτι…
Δεν ξυπνάς. Σε ξυπνάνε. Με φωνές, με κλάματα, με «Μαμά, πεινάω», «Μαμά, που είναι οι κάλτσες μου;», «Μαμά, το μωρό έφαγε το LEGO». Είσαι ένα ζωντανό ξυπνητήρι που δεν έχει κουμπί σίγασης.
Και άντε, ξεκινάς τη μέρα. Φτιάχνεις πρωινό, αλλά κανείς δεν θέλει αυτό που έφτιαξες. Το ένα παιδί ήθελε δημητριακά, το άλλο ήθελε τοστ, και τελικά καταλήγεις να φας τα αποφάγια από τα δύο, σαν μπουφές της συμφοράς.
Έρχεται η στιγμή να βγουν από το σπίτι. Αυτό από μόνο του είναι extreme sport.
•«Μαμά, πού είναι τα παπούτσια μου;»
•«Εκεί που τα άφησες χθες.»
•«Μα δεν θυμάμαι πού τα άφησα!»
•«Τότε ΚΑΙ ΕΓΩ γιατί πρέπει να θυμάμαι;;;»
Τελικά, τα παπούτσια βρίσκονται, αλλά όχι πριν χάσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου και πριν γίνεις ιδρωμένη και έξαλλη από τις 8 το πρωί.
Το καθημερινό ταξίδι του μαρτυρίου
Και μετά, αρχίζουν τα πέρα-δώθε. Σχολείο, εξωσχολικές δραστηριότητες, πάρτι, φροντιστήρια, γιατροί, και ξανά πίσω. Είσαι ταξιτζής χωρίς μισθό, χωρίς φιλοδώρημα και με επιβάτες που ουρλιάζουν και πετάνε πράγματα στο κεφάλι σου.
Και εκεί που λες «Θα πάω σπίτι να ηρεμήσω λίγο», θυμάσαι ότι έχεις να μαγειρέψεις. Και φυσικά, ό,τι και να φτιάξεις, ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΘΕΛΕΙ.
•«Μαμά, δεν μ’ αρέσει το κοτόπουλο!»
•«Χθες έφαγες τρία μπούτια!»
•«Ε, σήμερα δεν μ’ αρέσει!»
Και εσύ στέκεσαι πάνω από την κατσαρόλα, αναρωτώμενη τι λάθη έκανες στη ζωή σου και κατέληξες προσωπική μαγείρισσα ανθρώπων που δεν έχουν σταθερή άποψη για τίποτα.
Το απόγευμα του τρόμου
Τα παιδιά βαριούνται. Και όταν τα παιδιά βαριούνται, μπλέκεις.
•«Μαμά, να παίξουμε μαζί;»
•«Εννοείται! Τι θέλετε;»
•«Να μας φτιάξεις κάστρο με κουβέρτες και να μας πας για παγωτό!»
Και εκεί που νομίζεις ότι θα καθίσεις έστω πέντε λεπτά να πιεις καφέ…
•«Μαμά, χτύπησα!»
•«Μαμά, ο αδερφός μου πήρε το παιχνίδι μου!»
•«Μαμά, το iPad δεν έχει μπαταρία!»
Δεν υπάρχει ανάπαυλα, δεν υπάρχει ειρήνη, υπάρχει μόνο χάος.
Η ώρα της «χαλάρωσης»
Και το βράδυ, εκεί που πιστεύεις ότι επιτέλους θα κοιμηθούν και θα έχεις λίγο χρόνο για τον εαυτό σου…
•«Μαμά, νερό!»
•«Μαμά, δεν μπορώ να κοιμηθώ!»
•«Μαμά, πεινάω!»
Και όταν ΚΑΙ το τελευταίο παιδί επιτέλους κοιμηθεί, είσαι τόσο εξαντλημένη που δεν έχεις κουράγιο να δεις ούτε Netflix.
Απλά στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη, κοιτάς τα μαλλιά σου που δεν έχουν λουστεί εδώ και τρεις μέρες, τα ρούχα σου που έχουν λεκέδες από φρουτόκρεμα και λες:
«Αυτή είμαι εγώ τώρα.»
Μάνα. Του δειλινού καμπάνα.
Και κάπου εκεί, συνειδητοποιείς ότι αύριο… όλα θα ξαναρχίσουν από την αρχή.