Κάθε πρωί, γύρω στις 6:45, ξυπνάει η Ελλάδα. Όχι για να πάει στη δουλειά, όχι για να φτιάξει το πρωινό των παιδιών, αλλά για να ανοίξει την τηλεόραση. Και τι να δει; Το πρώτο πεδίο μάχης της ημέρας: τα πρωινάδικα. Εκεί όπου η μαγειρική συνυπάρχει με το έγκλημα, η καλημέρα με τον θρήνο, και ο καιρός με το ξεκατίνιασμα της influencer που τόλμησε να φορέσει animal print μετά τα 30.
Οι παρουσιάστριες – συνήθως γυναίκες, για να χτυπάει καλύτερα η κατσαρόλα στο background – έχουν μετατραπεί σε σύγχρονες μονομάχους. Δεν κρατούν σπαθί, αλλά σήμα Nielsen. Και πίσω τους, στρατιές από πανελίστες, παραγωγούς, αρχισυντάκτες, hair stylists και διαφημιστές, όλοι με ένα σκοπό: να σκίσουν τη άλλωτε Μενεγάκη, να φάνε τη ξανθιά με το ρρρρρ και να κάνουν νούμερα.
Γιατί στην ελληνική τηλεόραση, το νούμερο δεν είναι ο παρουσιαστής – είναι ο σκοπός.
Η συνταγή επιτυχίας δεν είναι μυστική. Είναι ένα κοκτέιλ από φτηνή είδηση, λαϊκή θεματολογία, πλαστικό συναίσθημα και overdose botox. Την ώρα που εσύ βουρτσίζεις τα δόντια σου, η τηλεόραση σου δείχνει πώς δολοφονήθηκε μια γυναίκα στο Κερατσίνι με υπότιτλο “ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: ΜΙΛΑΕΙ Η ΘΕΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΗΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑΣ”.
Ακολουθεί live σύνδεση με τον τόπο του εγκλήματος, γιατί καμία ζύμη για κρουασάν δεν φουσκώνει τόσο γρήγορα όσο η τηλεθέαση όταν μυρίσει φονικό. Το στούντιο – γυαλιστερό και αποστειρωμένο σαν να έχει περάσει ο Ευαγγελάτος με Dettol – υποδέχεται τον ρεπόρτερ που, με ύφος “είμαι σοκαρισμένος αλλά επαγγελματίας”, περιγράφει τη σκηνή. Το πάνελ κουνάει το κεφάλι, η παρουσιάστρια κάνει τη φωνή της βραχνή για να δείξει συγκίνηση, και στο background παίζει μια μελωδία που φωνάζει “δώσε δάκρυ, να ανέβει το 18-54”.
Η ξανθιά- με το μαλλί το χρυσό του Κερατσινίου- με την αφόρητα πλαστική ευγένεια και τη μόνιμη έκφραση “δεν ξέρω τι λέω αλλά το λέω όμορφα”. Η άλλη ξανθιά, αιωνίως μπερδεμένη ανάμεσα στην καρδιοσυχνότητα και την ανάγνωση autoque. Η διάσημη ελληνίδα σεφ – αν τύχει να μαγειρεύει ακόμα – να ψήνει μπακαλιάρο με φόντο καβγά για εξώγαμο. Και κάπου εκεί, μια ακόμα wannabe Μενεγάκη – που δεν είναι ακριβώς πρωινή πια αλλά έχει πατρονάρει το είδος – εμφανίζεται σαν θεότητα με λαμέ ταγιέρ, να ευλογεί τους πίνακες τηλεθέασης.
Αυτές οι γυναίκες, λοιπόν, δεν διαγωνίζονται πια στο “ποια θα δώσει την πιο έξυπνη καλημέρα”. Ο ανταγωνισμός είναι στο “ποια θα φέρει τον πρώτο ξάδελφο της πρώην του τάδε να πει ότι είδε τον δείνα παρουσιαστή να φιλιέται με τον performer έξω από σουβλατζίδικο στην Καλλιθέα.”
Το περιεχόμενο είναι αδιάφορο. Η ταχύτητα και η αποκλειστικότητα είναι ο βασιλιάς. Ποια θα βγάλει το “αποκλειστικό” για τον νέο χωρισμό γνωστού τραγουδιστή, ποια θα παίξει πρώτη το βίντεο από τη Λούτσα με την πυρκαγιά, ποια θα ρωτήσει με μεγαλύτερη αγωνία “ΤΙ ΟΔΗΓΗΣΕ ΤΟΝ 35ΧΡΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ;”.
Οι πανελίστες, άλλοτε κωμικοί, άλλοτε δημοσιογράφοι, άλλοτε απλώς άνθρωποι που “είχαν ένα καλό story στο Instagram και τους πήρε τηλέφωνο το κανάλι”, κάθονται γύρω από το τραπέζι σαν κριτές talent show. Οι απόψεις τους ξεκινούν με “εγώ που είμαι μάνα…” ή “όπως το βλέπω εγώ…” και καταλήγουν σε ρητορικές κακοποιητικών αντιλήψεων ή απλώς σε ανοησίες. Η κοινωνική ανάλυση του φόνου γίνεται με την ίδια σοβαρότητα που διαλέγεις γεύση παγωτού.
Ο καθένας, φυσικά, έχει το ρόλο του: η “ανθρωπίστρια”, ο “ειρωνικός”, η “μανούλα με πείρα”, και ο “άσχετος αλλά όμορφος” – γιατί πάντα χρειάζεται ένας ωραίος να γελάει χαζά για να ξεκουράζει το μάτι της θείας που πίνει το φραπέ της.
Όσο η ελληνική κοινωνία ψάχνει λίγο φως στον γκρίζο της ουρανό, τα πρωινάδικα της προσφέρουν ήλιο σε μορφή gossip, φρικιαστικών εγκλημάτων, μόδας της λαϊκής και ένα “όλα θα πάνε καλά, γλυκιά μου!” που ακούγεται σαν ειρωνεία από γυναίκα που πληρώνεται 10.000 ευρώ για να δείχνει αυθόρμητη.
Το κοινό; Αντιδρά ακριβώς όπως αναμένει η τηλεόραση: με κλικ, με μηνύματα, με θεάσεις, με σχόλια στο Twitter. Οι τηλεθεατές έχουν μετατραπεί σε μικρούς προγραμματιστές reality: “δεν μ’ αρέσει αυτή, είναι ψεύτικη”, “πιο πολύ μου ταιριάζει η ξανθιά με το σαντρέ γιατί έχει παπούτσια σαν τα δικά μου”, “η ξανθιά Κερατσινίου είναι πιο ανθρώπινη, γιατί έφαγε πόρτα απ’ τον Μπούλη της”. Λες και το δράμα της τηλεόρασης είναι καθρέφτης του δικού μας.
Και είναι. Γιατί αν δεν ήταν, δεν θα το βλέπαμε.
Κάτω από τα φώτα του πλατό… σκοτάδι… μαύρο και άραχνο…
Μιλάμε για γυναίκες και άνδρες που έχουν ξεχάσει τι σημαίνει ουσία, που δεν τολμούν να κάνουν εκπομπή χωρίς να περάσει από εκεί η μισή showbiz- να γλειφτούμε μεταξύ μας, και όταν σβήσει η κάμερα, πάρτε από μπροστά μου την σιχαμένη να μην τη βλέπω…-, ακόμα κι αν είναι η παρουσιάστρια που μόλις γέννησε και βγήκε live με τον ορό στο χέρι για να πει “ευχαριστώ για τα μηνύματα”.
Ο πόλεμος της τηλεθέασης είναι ανελέητος. Όλοι παίζουν για ένα δεκαδικό: 16,4% vs 15,9%. Και αν είσαι κάτω απ’ το 10, απλώς δεν υπάρχεις. Δεν υπάρχεις για τα brands, για τους διαφημιστές, για τον διευθυντή προγράμματος που σου λέει “σε πιστεύουμε, αλλά θέλουμε να δούμε λίγο άνοδο”.
Άνοδος σημαίνει ή κλάμα ή ξεκατίνιασμα. Ή και τα δύο. Όχι, δεν είναι σάτιρα. Είναι business plan.
Η πρωινή ζώνη της ελληνικής τηλεόρασης είναι πλέον ένας καθρέφτης της συλλογικής μας παραίτησης. Παριστάνουμε ότι βλέπουμε “μια χαλαρή εκπομπή να ξεκινήσει η μέρα”, ενώ καταναλώνουμε τον πόνο, την γελοιότητα και την επιτηδευμένη συγκίνηση σαν άλλο ένα σιρόπι στον φρέντο εσπρέσο.
Και όσο τα κανάλια συνεχίζουν να παίζουν το ίδιο έργο – με τις ίδιες ηρωίδες, τους ίδιους κομπάρσους, την ίδια υποκρισία – θα βρισκόμαστε όλοι μαζί, κάθε πρωί, μπροστά από μια οθόνη που λέει:
“Καλώς ήρθατε. Σήμερα θα σας δείξουμε πόσο χειρότερα μπορεί να γίνει η πραγματικότητα.”
Καλή σας θέαση.
Y.Γ. Μην ξεχάσετε να γλείψετε λίγο ακόμα τις κεντρικές για να παραμείνετε στο πάνελ αδέρφια!