Δεν είναι ότι μεγάλωσα στραβά. Μεγάλωσα… παλιά. Ή, καλύτερα, με μια πατίνα εποχής πάνω μου. Από αυτές που δεν τις βγάζει ούτε το πιο δυνατό απορρυπαντικό της διαφήμισης. Έχω αυτό το ρετρό πρόστυχο. Όχι το «ανέβα στο δωμάτιό μου να σου δείξω τη συλλογή βινυλίων μου» πρόστυχο. Το άλλο. Το ελαφρώς ξεφτισμένο, το ημι-υπαινικτικό. Εκείνο που κουβαλάει μέσα του την υγρασία της Κυψέλης, τα μπαούλα με καμφορά και την ψυχολογία της Φλέρυς σε περίοδο βροχής.
Το κακό ξεκίνησε νωρίς. Στα 12 μου, ενώ οι συμμαθητές μου διαβάζανε Goosebumps, εγώ καταβρόχθιζα Το Τρίτο Στεφάνι. Ναι, του Ταχτσή. Το ξεκοκάλισα σαν ταπεινό πιάτο σε πασχαλινό τραπέζι. Τόση δίψα για πόνο, μικροαστισμό και γυναίκες με προσωπικότητα δεν έχω ξανανιώσει, ούτε με τα τοξικά αγόρια των 20s μου. Από τότε, κάτι στράβωσε μέσα μου. Δεν με ενδιέφερε ποτέ το happy end — ήθελα να δω πώς ακριβώς καταστρέφεται μια ζωή με αξιοπρέπεια. Και με μπλέ.
Έχω αυτό το παλιακό vibe που οι ψυχαναλυτές θα περιέγραφαν ως «συγκεκαλυμμένη μελαγχολία με εξάρτηση από τη Λάσκαρη». Όχι τη Λάσκαρη του Νόμος 4000· την άλλη, την κατεστραμμένη, φρεσκοχωρισμένη, βραδινή Λάσκαρη που πίνει κονιάκ σε στρογγυλό ποτήρι και λέει «σιγά μη φταις εσύ, αγάπη μου».
Το πρόστυχο που λέω δεν είναι προκλητικό. Είναι υπαινικτικά σάπιο. Είναι αυτό που προτιμά το φως από αμπαζούρ, το άρωμα τύπου “παλιά σοφίτα με ίχνη βαφής μαλλιών” και τις βιντεοκασέτες με τίτλους τύπου «Το Κλαρίνο της Ντροπής». Έχω μέσα μου έναν καλλιτέχνη του υπονοούμενου, έναν έφηβο που κάπνισε πρώτη φορά επειδή το έκανε η Νίνα στο βιβλίο, όχι γιατί το έκαναν οι φίλοι του.
Κι όσο περνούν τα χρόνια, η κατάσταση χειροτερεύει. Δε βελτιώνομαι. Σκαλώνω με παλιά τραγούδια, παλιά σαλόνια, παλιά κακίες. Ξεχειλίζω από μια λαχτάρα για τη χυδαία τρυφερότητα που είχαν οι δεκαετίες πριν τα social. Τότε που ο κόσμος δεν ήξερε από influencers, αλλά ήξερε να ρίξει μια καλή, ελληνική χυλόπιτα με αξιοπρέπεια. Με χρώμα. Με τακούνι. Και με soundtrack.
Δε μου φτάνει η ωραία εικόνα. Θέλω την εικόνα να κουβαλάει πόνο, νικοτίνη και λίγο eyeliner από χθεσινή έξοδο. Θέλω τον αισθησιασμό να μυρίζει κραγιόν Max Factor και λακ Silvikrin. Θέλω οι άντρες να φλερτάρουν με ατάκες τύπου «αν δεν έρθεις απόψε, δεν θα κοιμηθώ» και να το εννοούν. Όχι με emoji. Δεν υπάρχει εικονίδιο για το βλέμμα του Θανάση Βέγγου όταν μαθαίνει πως τον απάτησε η ίδια του η ζωή.
Έχω αυτή τη ρετρό δαντέλα μέσα μου. Όχι τη γιαγιαδίστικη. Την άλλη. Τη λίγο σκισμένη. Τη δαντέλα του ανθρώπου που κάποτε ήταν όμορφος και τώρα είναι μόνο έντονος. Είμαι ο τύπος που κοιτάζει μια παλιά φωτογραφία και σκέφτεται «δεν ήμουν εκεί, αλλά με αφορά». Που μπαίνει σε σπίτι παλιό και θέλει να φιλήσει το πλακάκι. Που νιώθει τρυφερότητα για τα σεμέν — γιατί όλα τα σεμέν έχουν καλύψει μια κάποια ντροπή.
Οι φίλοι μου λένε πως είμαι πιο camp κι απ’ τον Μπονάτσο όταν παρουσίαζε τηλεπαιχνίδι. Ότι υπερβάλλω, ότι δραματοποιώ. Ότι θα μπορούσα να παίζω κομπάρσος σε ταινία του Δαλιανίδη που κρατάει το μαρτίνι με το μικρό δαχτυλάκι σηκωμένο. Κι εγώ τους απαντώ: Ναι, αλλά ήξερε ο Δαλιανίδης τι είναι στιλ. Γιατί τώρα το στιλ είναι φίλτρο. Ενώ τότε ήταν στάση ζωής. Και εγώ είμαι παιδί εκείνης της στάσης.
Πόσοι άντρες σήμερα μπορούν να σου πουν με άνεση «έχω αυτό το ρετρό πρόστυχο» και να το εννοούν; Να το φορούν σαν κομπολόι παππού, σαν διαλυμένο γιλέκο με πείσμα, σαν βλέμμα που λέει «σου αξίζω» κι ας έχει βγει από καπνισμένο καφενείο;
Πόσοι μπορούν να παραδεχτούν πως μέσα τους ζει μια ψυχούλα δεκαετίας ’70 που συγκινείται με τη φωνή της Χαρούλας στα ‘χαμηλόφωνα’ και τον Μούτση όταν σκάει η οργή;
Δεν θέλω να είμαι μοντέρνος. Μου κάθεται βαρύ. Προσπάθησα. Άνοιξα TikTok. Πέτυχα ένα tutorial για το πώς να καθαρίσω ενεργειακά το σπίτι με φασκόμηλο και σκιάχτηκα. Εγώ καθαρίζω με λεμόνι και Χλωρίνη — και τις ενέργειες τις διώχνω με Παπακωνσταντίνου live. Δεν μπορώ το νέο. Δεν με εμπνέει το ισιωμένο. Θέλω το στραβό, το σπασμένο, το παρεξηγημένο.
Δεν κάνω για τους ανθρώπους που έχουν φλοράλ φίλτρα και αρμονικές σχέσεις. Κάνω για τα ντουέτα. Για τα ασύμβατα. Για τα «σε θέλω κι ας με καταστρέψεις». Για τα απογεύματα με το Σ’ αγαπώ – Μ’ αγαπάς και τα βράδια που μυρίζουν κρεμμυδοντολμά.
Μέσα μου είμαι ένας ρετρό κύριος που έχει περάσει μια ελαφριά κατάθλιψη στα 35 του, έχει αγαπήσει δύο λάθος άτομα, και έχει βγει από όλα αυτά μ’ ένα μπουφάν τύπου λερωμένο με αγάπη. Είμαι αυτός που κάθεται σε παλιό καφέ, ακούει το «Δε λες κουβέντα» και σκέφτεται ότι το sexiness τελικά δεν είναι το γυμνό σώμα — είναι η φωνή σου όταν λες «έλα».
Έχω αυτό το ρετρό πρόστυχο.
Δεν είναι concept. Είναι τραύμα με στιλ.
Δεν είναι αισθητική. Είναι νοσταλγία που ξέφυγε και έγινε ταυτότητα.
Δεν είναι vintage. Είναι έχω ζήσει περισσότερα από όσα λέει το bio μου.
Και δεν σκοπεύω να το αλλάξω. Γιατί αν το αλλάξω… θα χάσω το βλέμμα εκείνης της γιαγιάς στο λεωφορείο που με κοίταξε κάποτε και μου είπε:
«Εσύ, αγόρι μου, είσαι από άλλη εποχή. Και πρόσεξε… θα σε καταλάβουν λίγοι. Αλλά αυτοί οι λίγοι θα σε αγαπήσουν αληθινά».
Κι εγώ απλά της χαμογέλασα.
Με εκείνο το σαρδόνιο μπαρόκ χαμόγελο στα χείλη. Αυτό το ρετρό πρόστυχο…