Υπάρχει ένα ιερό δόγμα στα διαφημιστικά σποτ του ΕΟΤ: «Η Ελλάδα σε περιμένει με ανοιχτές αγκάλες». Στα drone πλάνα, η παραλία λάμπει, τα νερά τιρκουάζ, το φως χρυσό. Αυτό που δεν δείχνουν τα drone είναι το βλέμμα της κοπέλας στο beach bar που, όταν της ζητάς έναν καφέ, σε κοιτά σαν να της είπες να σου κρατήσει το παιδί μέχρι να τελειώσεις το μεταπτυχιακό. Δεν δείχνουν τον σερβιτόρο που αφήνει το πιάτο σου να προσγειωθεί στο τραπέζι με ορμή που θυμίζει αεροπλάνο σε αναταράξεις. Και σίγουρα δεν δείχνουν τον ξενοδόχο που έχει βαρεθεί να σου εξηγεί γιατί «δεν είναι δυνατόν να έχουμε ζεστό νερό όλη μέρα, κύριε, είστε και λίγο υπερβολικός».

Η Ελλάδα ζει από τον τουρισμό. Όχι «λίγο», όχι «αρκετά» — ζει, αναπνέει, συντηρείται από αυτόν. Και όμως, στα ελληνικά νησιά, το επαγγελματικό μάντρα συχνά είναι: «Κάν’ το πρόχειρα, ο τουρίστας δεν θα το καταλάβει». Μόνο που το καταλαβαίνει. Το βλέπει στο πρόσωπο του υπαλλήλου που δουλεύει σερβιτόρος αλλά μισεί την ανθρωπότητα. Το καταλαβαίνει στο δωμάτιο που, παρά την τιμή πεντάστερου Παρισιού, μυρίζει απορρυπαντικό από το ’92. Το νιώθει όταν το check-in συνοδεύεται από μια γκριμάτσα τύπου «γιατί ήρθες;».

Η μεγάλη σχολή του “ό,τι να ’ναι”

Στην εστίαση, το θέαμα είναι επικό. Ο νεαρός που σερβίρει το φαγητό σου —και το Instagram feed του ταυτόχρονα— μπορεί να μην ξέρει καν τι περιέχει το πιάτο. Ρωτάς: «Η σάλτσα αυτή έχει γαλακτοκομικά;» και παίρνεις την απάντηση-μανιφέστο: «Δεν ξέρω, θέλετε να φωνάξω τον μάγειρα;».

Στα περισσότερα νησιά, η στελέχωση γίνεται με τη μέθοδο «ο ξάδερφος του γαμπρού ήρθε για σεζόν» — καμία εμπειρία, καμία διάθεση, αλλά μια σταθερή μισθοδοσία και η δυνατότητα να κάνει ηλιοθεραπεία τα μεσημέρια. Η εκπαίδευση περιορίζεται σε δύο οδηγίες: «Χαμογέλα» και «Μην σπάσεις τίποτα». Στην πράξη, ούτε το χαμόγελο βλέπεις ούτε το ποτήρι σώζεται.

Περιστατικό #1 – Το μακαρόνι του γκουρμέ θανάτου

Στην Αμοργό, ένα απόγευμα, παραγγέλνω «φρέσκα θαλασσινά σπαγγέτι». Έρχεται ένα πιάτο που μυρίζει… Σάββατο μεσημέρι σε παιδική κατασκήνωση. Κοιτάω απορημένος, και ο σερβιτόρος (ο οποίος μιλούσε στο κινητό του καθώς έφερνε το πιάτο) με καθησυχάζει: «Μη σας ανησυχεί η μυρωδιά, είναι από την παρμεζάνα».

Ήταν από το καλαμάρι. Το οποίο, αν είχε ψυχή, την είχε παραδώσει πριν από τέσσερις ημέρες.

Δεν μιλάμε για δουλικότητα, μιλάμε για το στοιχειώδες: να σου μιλήσει ο άλλος χωρίς να σε κάνει να νιώθεις βάρος.

Σου φέρνουν λάθος παραγγελία; Αντί για μια απλή συγγνώμη, παίρνεις το κλασικό «έτσι το φτιάχνουμε εδώ» — η φράση που σκοτώνει κάθε διάθεση διαλόγου. Ρωτάς αν μπορείς να αλλάξεις το συνοδευτικό και ακούς «δεν γίνεται» με τόνο που υπονοεί ότι ζήτησες να ξαναγράψουν το Σύνταγμα.

Περιστατικό #2 – Το παρήγγειλες, θα το φας ή θα το πάρεις πακέτο

Σε εστιατόρια στην Ηρακλειά, ζητώ ευγενικά το πιάτο που είχαμε παραγγείλει πριν μια ώρα αν το ξέχασαν να το γράψουν ή όχι.

Κόλαση ξαφνικά στο μαγειρειό μέσα. Τσακώνονται σερβιτόροι, μαγείρια, μέχρι η κυριά που καθαρίζει τα σεντόνια.

Βγαίνει σερβιτόρος με ύφος χειρότερο και από νταβατζή της Τρούμπας: «Σε πέντε λεπτά έρχεται»

«Ευχαριστούμε αλλά να το ακυρώσουμε αν γίνεται γιατί πέρασε μια ώρα και δεν πεινάμε πια»

Ο νταβατζής-σερβιτόρος απαντά: «Δεν με αφορά, το παραγγείλατε, θα το φάτε, αλλιώς πάρτε το πακέτο».

Τι λες βρε ξώγανο; 3 τραπέζια όλα και όλα; Από εμένα ζεις…

Οι υπάλληλοι συχνά είναι εξαντλημένοι, δουλεύουν 12ωρα χωρίς ρεπό, κοιμούνται σε υπόγεια, πληρώνονται με καθυστέρηση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο πελάτης πρέπει να φάει την κούραση στη μάπα.

Η αλυσίδα είναι απλή: ο εργοδότης θέλει να βγάλει όσα περισσότερα γίνεται σε τρεις μήνες, πιέζει το προσωπικό, το προσωπικό κουράζεται και θυμώνει, και ο πελάτης γίνεται το σάκο του μποξ. Κάπως έτσι, το ελληνικό καλοκαίρι από εμπειρία ζωής γίνεται μάθημα υπομονής.

Περιστατικό #3 – Το μπουκάλι του ολέθρου

Στην Κέρκυρα, παραγγέλνω εμφιαλωμένο νερό. Μου φέρνουν μισολιγισμένο μπουκάλι, με το καπάκι απλά «ακουμπισμένο» από πάνω. Λέω ευγενικά: «Συγγνώμη, αυτό είναι ανοιγμένο».

Απάντηση: «Δεν πειράζει, κύριε, είναι από τον προηγούμενο πελάτη, αλλά δεν το ήπιε».

Και το είπε σαν να μου έκανε χάρη.

Στην Ισπανία, ο σερβιτόρος σε χαιρετά, σου εξηγεί το μενού, σε ευχαριστεί που ήρθες. Στην Ελλάδα, σε κοιτά σαν να πέρασες κατά λάθος από το σαλόνι του σπιτιού του. Ο ξένος τουρίστας μπορεί να το ανεχτεί μια φορά, άντε δύο. Μετά θα πάει αλλού.

Περιστατικό #4 – Το κοκτέιλ της κοροϊδίας

Σε νησί του Αιγαίου, παραγγέλνω mojito. Έρχεται ποτήρι με ρούμι, ζάχαρη και… δυόσμο σε μορφή αποξηραμένου φυτού, σαν να είχε μπει στο ποτό για εξορκισμό. Ρωτάω: «Δυόσμο δεν θα βάλετε;»

Απάντηση: «Αυτό είναι, κύριε. Έχουμε shortage».

Το shortage ήταν ότι δεν είχαν βγει να κόψουν δυο φύλλα από την γλάστρα δίπλα στο μπαρ.

Σε πολλά νησιά υπάρχει η αίσθηση ότι ο τουρίστας πρέπει να αισθάνεται ευγνωμοσύνη που έγινε δεκτός. Ότι το νησί είναι κλειστό κλαμπ, και ο πελάτης οφείλει να προσαρμοστεί.

Αν δεν σου αρέσει, «να πας αλλού». Και πολλοί πάνε.

Περιστατικό #5 – Το πρωινό της θλίψης

Στη Σαντορίνη, σε ξενοδοχείο με 300€ τη βραδιά, το πρωινό είχε: μισό κομμάτι κέικ, τρεις ελιές, και έναν καφέ φίλτρου που μύριζε σαν να είχε παραχθεί το 2010. Όταν ρώτησα αν υπάρχει φρέσκος, η απάντηση ήταν: «Αυτός είναι ο φρέσκος, κύριε. Μην τον κοιτάτε έτσι».

Όσο η νοοτροπία είναι «αρπάξ’ τα τώρα», δεν θα αλλάξει τίποτα. Γι’ αυτό και έχουμε 10€ φρέντο, 25€ σαλάτα, και προσωπικό που νομίζει ότι σου κάνει χάρη που σε εξυπηρετεί.

Περιστατικό #6 – Η απόδειξη φάντασμα

Στη Πάρο, πληρώνω λογαριασμό 85€. Ζητάω απόδειξη. Ο σερβιτόρος μου δίνει μια απόδειξη… 3€. Του λέω ότι μάλλον έγινε λάθος.

Απάντηση: «Δεν έγινε λάθος. Αυτή είναι για τα ποτά, τα άλλα είναι… ξέρετε».

Ναι, ήξερα. Κι εκείνος ήξερε ότι δεν θα τον καταγγείλω, γιατί δεν θέλεις να χαλάσεις τις διακοπές σου. Σιγά μη στο χαρίσω…

Υπάρχουν εξαιρέσεις — αλλά…

Ναι, υπάρχουν μαγαζιά που δουλεύουν άψογα, άνθρωποι που σε θυμούνται με το μικρό σου όνομα, επαγγελματίες που σέβονται τον πελάτη. Αλλά είναι η εξαίρεση. Και όσο οι υπόλοιποι καλύπτονται πίσω τους, η συνολική εικόνα δεν αλλάζει.

Η λύση είναι προφανής: εκπαίδευση προσωπικού, σεβασμός στον πελάτη, αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Η ευγένεια δεν κοστίζει, αλλά αποδίδει.

Μέχρι τότε, η εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού θα παραμένει ένας συνδυασμός μαγευτικής φύσης και κοινωνικής αδεξιότητας — σαν να σου προσφέρουν σαμπάνια σε πλαστικό ποτήρι.

Μέχρι τότε Καλή Παναγιά αδέρφια…