Κάπου ανάμεσα στη μύτη του Ιουλίου και την υγρή κοιλιά του Αυγούστου, όταν η άσφαλτος λιώνει σαν κεφαλοτύρι σε γκρατινέ ταψί και οι κάτοικοι αυτής της δύσμοιρης χώρας αρχίζουν να υγροποιούνται σαν ζελέ φράουλα στα ΚΤΕΛ του Κηφισού, εμφανίζονται. Σιωπηλές, προκλητικές, πλαστικές. Περπατούν ανάμεσά μας, σέρνονται σε μάρμαρα πλατειών και σε γρανίτες beach bar. Είναι παντού.

Είναι οι παντόφλες-κατσαρίδες.

Όχι, δεν πρόκειται για κατσαρίδες με παντόφλες – αν και θα ήταν σαφώς πιο αξιοπρεπές θέαμα. Πρόκειται για εκείνα τα εξωπραγματικά πλαστικά υποδήματα, συνήθως σε αποχρώσεις φλούο ή «nude» (που παραπέμπει περισσότερο σε γδαρμένο μπέικον), τα οποία θυμίζουν σαρκοφάγο ζελέ και αφομοιώνουν κάθε τι το αισθητικά ηθικό στον πλανήτη.

Το ελληνικό καλοκαίρι έχει δύο δεδομένα: τον ιδρώτα στη γραμμή του σουτιέν και την εκδίκηση του Crocs. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει ειδική ονομασία στο DSM για την εμμονή με άσχημα υποδήματα, αλλά στην Ελλάδα, έχουμε αναπτύξει έναν πλήρη λατρευτικό πολιτισμό γύρω από το τίποτα με λουράκι.

Η σαγιονάρα (ή «παντόφλα θαλάσσης» για τους ντροπαλούς του λεξιλογίου) έχει πια περάσει από το χαλαρό στυλ του “πας για τυρόπιτα στο κυλικείο” στην απόλυτη μορφή statement. Statement, βεβαίως, του τύπου “Έχω παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να φαίνομαι αξιοπρεπής, αλλά ελπίζω να με κρίνετε χαριτωμένα.”

Ποια είναι όμως η ρίζα του προβλήματος; Είναι η άνεση; Η δροσιά; Η ευκολία του «βάζω κάτι γρήγορα να πάω στο περίπτερο»; Όχι, φίλοι μου. Είναι το υπαρξιακό κενό. Είναι το “δεν έχω τίποτα να πω στον κόσμο, άρα ας του δείξω το σάπιο μου πέλμα.”

Η παντόφλα-κατσαρίδα, όπως εύστοχα θα την ονομάζαμε σε μια βολονταριστική εκστρατεία κατά της αισθητικής αδικίας, δεν είναι απλώς παπούτσι. Είναι ολόκληρη ιδεολογία.

Φοριέται από ανθρώπους που:

• Πατάνε μέσα σε λάσπες σε beach party και μετά ανεβαίνουν στο σκαμπό.

• Κάθονται σταυροπόδι σε κηδείες θείων σε χωριά, με πορτοκαλί Havaianas και νύχια τύπου “σφάξε με αγρότη με το δρεπάνι σου”.

• Κυκλοφορούν στο Σύνταγμα με παντόφλα και φανελάκι, θεωρώντας ότι ο Παρθενώνας τους επιτρέπει αυτή την «ελευθερία έκφρασης».

Η σαγιονάρα δεν γνωρίζει κοινωνικά όρια. Τη φορούν φοιτητές, μανάδες, συνταξιούχοι, influencers, τράπερς και πρώην παρουσιαστές τοπικής τηλεόρασης. Είναι η απόλυτη δημοκρατία της κακογουστιάς.

Κι εκεί που νομίζεις πως δεν πάει παρακάτω, έρχεται η σαγιονάρα με χοντρό τακούνι, για να σου θυμίσει πως η κατρακύλα δεν έχει πάτο. Έχει λουράκι και αντιολισθητικό πάτο από υλικό που θυμίζει επιδέσμους πεζοναύτη.

Crocs: Το Κακό με Όνομα

Τα Crocs είναι το πρακτικό αντίστοιχο της “φωνής του μέσα μας που παραιτήθηκε”. Δηλαδή, φτάσαμε σε σημείο να βλέπουμε ανθρώπους σε ραντεβού με Crocs και να μη χτυπάει κανένα κουδούνι, κανένα καμπανάκι, ούτε το μικρό τρίγωνο που έπαιζε ο αργός μαθητής στην σχολική εορτή.

Σαν πλαστικές χελώνες που πέθαναν από θερμοπληξία και αναστήθηκαν στο Amazon Prime, τα Crocs υποδύονται τα άνετα παπούτσια, ενώ στην ουσία είναι κάτι ανάμεσα σε υπόδημα κατάθλιψης και κυπριακό χούμορας που πήρε μορφή.

Όσο για τα Crocs με γούνινη επένδυση – δηλαδή το footwear του Μεφιστοφελή – πρόκειται για το στυλιστικό αντίστοιχο του να βάλεις μαγιονέζα στον φραπέ.

Τα Slides της Καταστροφής

Αν τα Crocs είναι ο Αντίχριστος, τα slides είναι ο Προφήτης. Αυτά τα χοντροκομμένα λάστιχα με το λογότυπο “Balenciaga” ή “Adidas” περασμένο με γραμματοσειρά Καφετέρια “Το Στέκι” Λαμία, κοσμούν πλέον πόδια με πεντικιούρ του ’98 και τατουάζ «only God can judge me».

Και κάπως έτσι καταλήγουμε να έχουμε πλάνα από νησιά όπου 7 στους 10 φορούν slides, 2 είναι ξυπόλυτοι λόγω οικονομικής κρίσης, και 1 φοράει δετά παπούτσια και τον κοιτάνε λες και φόρεσε κοστούμι στον Άγιο Παντελεήμονα.

Αυτό που φοβάμαι πιο πολύ το καλοκαίρι δεν είναι ούτε ο καύσωνας, ούτε τα κουνούπια, ούτε τα θερινά «πειραματικά» θεατρικά με τους πρώην του Fame Story. Είναι το αντρικό πέλμα.

Το απροστάτευτο, ντροπιασμένο, τριχωτό, πλαδαρό, ξεφλουδισμένο πέλμα του μεσογειακού άνδρα που θεωρεί πως επειδή έκανε αποτρίχωση στα φρύδια, μπορεί να φοράει και παντόφλα.

Κι ας μοιάζει το μεγάλο του δάχτυλο με χαρακτικό του Γκόγια.

Ο σύγχρονος Έλληνας, ντυμένος με fake Palm Angels μπλουζάκι και λευκή κάλτσα μέσα στη σαγιονάρα (γιατί λέει έτσι «το πάνε στο Παγκράτι»), σου φωνάζει χωρίς να μιλήσει:

“Δεν με νοιάζει τίποτα. Δεν προσπαθώ. Αλλά θέλω να με ποθείς.”

Όχι. Δεν θέλω. Θέλω να φορέσεις παπούτσι.

Και η γυναίκα όμως δεν πάει πίσω. Από το ανηλεές combo «λαδί σαγιονάρα – τσάντα ψάθινη με φούντες – μάξι φόρεμα με νεκροκεφαλές» έως τις σαγιονάρες με glitter, στρας, και ταραμοσαλάτα σε απόχρωση πάγου, έχουμε παραδοθεί.

Και το χειρότερο: το θεωρούμε και “resort style”.

Μια 37χρονη από την Ηλιούπολη με παιδί και instagram handle @summer.butterfly.85 ανεβάζει story από την Κάρυστο, με λεζάντα “beach mood only” και ήχο Dua Lipa, ενώ τα δάχτυλά της μοιάζουν με μελιτζάνες τσακώνικες φορώντας σαγιονάρα-μπαρέτα από τοπικό πανηγύρι.

Ο ήχος της σαγιονάρας σε μάρμαρο είναι ένας ήχος που κανονικά θα έπρεπε να χρησιμοποιείται σε βασανιστήρια της CIA. Εκείνο το πλαπ-πλαπ-πλαπ που σου θυμίζει παιδική ουρολοίμωξη, βρεγμένο σκυλί και εφηβεία με μυκητίαση. Είναι το γνωστό κλαρόνισμα… Που πας μαρή με την κλαρόνα;;;;

Οι σαγιονάρες δημιουργούν ένα ολόκληρο soundscape:

• Στη ΔΕΗ στις 12:00 το μεσημέρι του Ιουλίου.

• Στο αεροδρόμιο, όταν ένας τουρίστας αποφασίζει να περπατήσει ξυπόλυτος μέχρι το duty free, γιατί “έσκασε το λάστιχο της σαγιονάρας”.

• Στη δεξίωση γάμου, όπου η κοπέλα πετάει τα τακούνια και εμφανίζεται με σαγιονάρα “σουβενίρ Ζάκυνθος 2007”. Ναι, η νύφη που όταν ακούσει το “Στου παιδιού μου την χαρά”, ξεχνάει τα χιλιάρικα που έσκασε για το 12-ποντο και αυτομάτως φοράει την πλαστική Mitsuko – δώρο της πεθεράς από το παζάρι του Αχλαδοχωρίου Σερρών.

Τι Μένει;

Μένει να αποδεχτούμε ότι κάθε φορά που φοράμε παντόφλα-κατσαρίδα, ένα μικρό παπούτσι της Ferragamo πεθαίνει.

Ότι κάθε Crocs είναι ένα καρφί στην αισθητική μας ταυτότητα.

Και κάθε slide είναι μια καθαρή παραίτηση από τη συλλογική μας κομψότητα.

Μένει να καταλάβουμε ότι το πόδι δεν είναι όργανο δημόσιας έκθεσης. Όχι όταν στάζει, ιδρώνει, ξεφλουδίζει ή όταν το μεγάλο νύχι θυμίζει δρεπάνι που κόβει καλαμπόκι.

Μένει να πούμε, με θάρρος, με αξιοπρέπεια, με πίστη στο ανθρώπινο κάλλος:

Φόρα παπούτσι, Χρυσή μου. Ή έστω κάτι που δεν κάνει πλαπ-πλαπ.

Και το καλοκαίρι θα γίνει επιτέλους κάτι περισσότερο από έναν σάπιο παράδεισο πλαστικών αμαρτιών. Θα γίνει πολιτισμός.

Ή, τέλος πάντων, ένα καλοκαίρι με λίγο παραπάνω ύφασμα στο πόδι.