Δεν με λες και “κανονικό”. Όχι, όχι, μην το πάρεις στραβά. Το εννοώ με την καλύτερη έννοια της λέξης. Είμαι εκείνος ο τύπος που μπορεί να πατήσει “shuffle” στο μυαλό του και να ξεκινήσει η μέρα του με τη «Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου», να φτάσει στο απογευματινό του καπουτσίνο υπό τους ήχους του Piano Concerto No. 2 του Ραχμάνινωφ, και να καταλήξει να τραγουδάει στο ντουζ με πάθος το “Μη Μου Μιλάς Για Καλοκαίρια” της Μαίρης Μαράντη, σα να τον άφησε χήρο η Πάολα.

Είμαι, λοιπόν, ένα κινούμενο τζουκμπόξ. Όχι αυτό το ρετρό το χολιγουντιανό με τις neon φούσκες, αλλά ένα ελληνικό, λίγο μεταχειρισμένο από πανηγύρι, που έχει μέσα από Ντάλμα μέχρι Μότσαρτ και δεν ξέρεις ποτέ τι θα παίξει. Θα μπορούσε να γράψει και το National Geographic ντοκιμαντέρ για μένα: “Ο άνθρωπος που άκουγε Μαριάνθη Κεφάλα και στη συνέχεια Μότσαρτ χωρίς ενοχές”.

Το Προοίμιο: Από τη Ντάλμα στον Ραχμάνινωφ, ένα τσιγάρο δρόμος

Ας ξεκινήσουμε από το προφανές: η Ρένα Ντάλμα. Η γυναίκα αυτή είναι για μένα ό,τι ήταν η Μαντόνα για τους Αμερικάνους – απλώς με λιγότερη latex και περισσότερα τούλια. Μια φωνή που μπορεί να σε στείλει από το απόλυτο κιτς στην απόλυτη καψούρα μέσα σε ένα κουπλέ. Τη σέβομαι. Τη μελετώ. Μου θυμίζει την εποχή που η πίστα δεν ήταν υπόθεση laser show και ντουμάνια αλλά κραυγών και λουλουδιών.

Και μετά, σαν να κάνω νοητικό τάμα, περνάω στον Ραχμάνινωφ. Εκεί που άλλοι αλλάζουν playlist, εγώ αλλάζω εποχή, διάταξη εγκεφαλικών κυττάρων και σαλόνι. Τον ακούω και φαντάζομαι πως κάθομαι σε βελούδινο καναπέ, με κονιάκ και βλέμμα που φέρει τη θλίψη μιας γυναίκας που με εγκατέλειψε για να παντρευτεί έναν έμπορο τσαγιού. Στα ντεσιμπέλ του ρωσικού πάθους, θυμάμαι την απλότητα της Μαράντη και την πολύπλοκη μελωδική της αδελφή ψυχή, τη Δήμητρα Γαλάνη.

Η Γαλάνη είναι άλλο level

Η Γαλάνη, λοιπόν. Δεν τη λες τραγουδίστρια, τη λες κατάσταση. Είναι το soundtrack κάθε συναισθηματικής κατάρρευσης που έζησα. Αν η ψυχοθεραπεία είχε φωνή, θα ήταν εκείνη. Κι όταν ακούω το «Μακριά», ξέρω πως κάτι έκανα λάθος, αλλά η μελωδία με συγχωρεί. Η Γαλάνη δεν τραγουδά, εξομολογείται. Μετά από αυτή, όλα τα υπόλοιπα ακούγονται σαν χλιαρό σαμπουάν ξενοδοχείου.

Και ξαφνικά: Μαριάνθη Κεφάλα

Ναι, εδώ θα σταθώ. Η Μαριάνθη Κεφάλα δεν είναι “για όλους”. Όπως και το ρακί από την Κρήτη ή τα τακούνια 14 πόντων. Είναι για όσους μπορούν να εκτιμήσουν το cult στοιχείο. Όταν λέω πως την ακούω, βλέπω βλέμματα σαν να είπα πως τρώω ρέγκα με μερέντα. Κι όμως, φίλοι μου, μέσα από την υπόγεια pop αισθητική της, η Κεφάλα καταφέρνει να με φέρει στο ίδιο επίπεδο συγκίνησης με μια φούγκα του Μπαχ. Γιατί η ερμηνεία δεν θέλει βιολιά – θέλει ψυχή. Και η Μαριάνθη έχει. Ή τουλάχιστον είχε, όταν τραγουδούσε το “Αποκλείεται”.

Μούτσης: Ο Θεός του Δρόμου

Μετά έχουμε τον Δήμο Μούτση. Αν η Ελλάδα ήταν δίκαιη, θα τον είχαμε κάνει επίτιμο πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι συνθέσεις του είναι τόσο άρτιες, τόσο δραματικά πολιτικές και ερωτικές, που κάθε φορά που τον ακούω νιώθω πως κάθομαι σε θεατρική σκηνή και η ζωή μου είναι ένα έργο του Καμπανέλλη. Δεν είναι απλά μουσική· είναι διάγνωση. Είναι το soundtrack κάθε πολιτικής απογοήτευσης, κάθε ραντεβού που δεν ήρθε, κάθε “γιατί” που απαντήθηκε με “δεν ξέρω”.

Η Αρβανιτάκη – η ιέρεια της εσωτερικότητας

Η Ελευθερία είναι σαν τη Σαντορίνη: δεν τη βαριέσαι ποτέ, αλλά πάντα νιώθεις ότι είναι λίγο πιο απόμακρη απ’ όσο θα ήθελες. Την ακούω όταν θέλω να αγκαλιάσω το υπαρξιακό μου κενό με φίνα ενορχήστρωση και μαντολίνα. Δεν με κάνει να κλάψω – με κάνει να αναστενάξω και να κοιτάξω από το παράθυρο με τρόπο δραματικά ποιητικό. Αν ήμουν ήρωας σε ταινία του Γαβρά, θα είχε γράψει όλο το soundtrack.

Ο Μότσαρτ στο κέντρο του χάους

Και μετά, επιστρέφουμε στον Μότσαρτ. Το αγόρι-θαύμα που πέθανε στα 35 και πρόλαβε να γράψει περισσότερα από όσα θα καταφέρει ποτέ ολόκληρο το επιτελείο του Netflix. Ο Μότσαρτ είναι το restart μου. Όταν όλα πάνε στραβά – όταν κάηκε η φριτέζα, όταν διαβάζω σχόλια στο Instagram τύπου “πας πολύ”, όταν με ξέχασε το Deliveroo – τότε ανοίγω το “Lacrimosa” και θυμάμαι πως υπάρχει Τέχνη. Και η ζωή ξαναβρίσκει το νόημά της.

Γιατί λοιπόν τόση ποικιλία;

Γιατί όχι; Είμαι η απόδειξη πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι σύνθετος χωρίς να είναι μπερδεμένος. Δεν με χωράει ένα μουσικό κουτί – εγώ θέλω ολόκληρη τη μουσική βιβλιοθήκη της ΕΡΤ, με την archive σκόνη και τα μισογραμμένα εξώφυλλα. Είμαι εκείνος που θα κλάψει με το “Σ’ αγαπώ” της Ντάλμα και μετά θα σηκωθεί όρθιος στη μέση του δωματίου για να διευθύνει φανταστικά την Ορχήστρα της Βιέννης υπό τους ήχους του Requiem.

Είμαι το παράδοξο του καλλιτέχνη-ακροατή: λαϊκός και λόγιος, παραισθησιογόνος και αυστηρά κλασικός. Είμαι το τέκνο του Διονύση Σαββόπουλου και του Βόλφγκανγκ Αμαντέους, με νονά την Πίτσα Παπαδοπούλου και θείο τον Θάνο Μικρούτσικο.

Και στο φινάλε;

Στο φινάλε, με λες κι εσύ “κινούμενο τζουκμπόξ με μπαρόκ αισθητική” και το δέχομαι με περηφάνια. Γιατί το τζουκμπόξ αυτό έχει περάσει καψούρες, ιδεολογικές αναζητήσεις, βραδιές μοναξιάς και γιορτές. Δεν είναι playlist – είναι ζωή. Και η αισθητική του δεν είναι τυχαία: είναι μπαρόκ, γιατί περιλαμβάνει υπερβολή, συναίσθημα, και αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα.

Αλλά πάνω απ’ όλα, είναι μουσική. Και αυτό, φίλοι μου, είναι το μόνο είδος που δεν χρειάζεται να χωρέσει σε κανένα ράφι.