Κάθε Μάιο, η Ελλάδα ζει τη δική της Καθαρά Δευτέρα. Όχι με ταραμοσαλάτες και λαγάνες, αλλά με φροντιστήρια, αγχολυτικά, εντατικά διαβάσματα, αποστήθιση ύλης που ούτε οι συγγραφείς των βιβλίων δεν θυμούνται, και φυσικά… τις πολυθρύλητες Πανελλαδικές Εξετάσεις. Μια διαδικασία τόσο σημαντική, τόσο κρίσιμη, τόσο καθοριστική για τη ζωή ενός νέου ανθρώπου — ή τουλάχιστον έτσι θέλει το σύστημα να την παρουσιάζει.
Διότι, ας μην γελιόμαστε: στην Ελλάδα, το μέλλον σου δεν κρίνεται από τις ικανότητές σου, από το πάθος σου, ή από το τι άνθρωπος είσαι. Κρίνεται από το πόσο καλά μπορείς να θυμάσαι την παθητική φωνή του ρήματος «λύω», ή το τι σκέφτεται ο Ισοκράτης για την παιδεία. Ένα σύστημα που σχεδιάστηκε για να ξεχωρίζει αυτούς που μπορούν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον ανούσιας πίεσης, επαναλαμβανόμενης παπαγαλίας, και ψευτο-αριστείας. Καλώς ήρθατε στη Μούφα Νο1 του ελληνικού κράτους.
Ο θεσμός-τοτέμ του τίποτα
Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις μοιάζουν με εκείνη τη γιαγιά που κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού κάθε Πάσχα, και όλοι την σέβονται επειδή… «έτσι πρέπει». Δεν έχει σημασία αν η γιαγιά δεν μιλάει, δεν καταλαβαίνει τι γίνεται ή λέει τα ίδια εδώ και 40 χρόνια. Είναι θεσμός. Κι εμείς, ως γνωστόν, τους θεσμούς τους τιμούμε. Μέχρι να σαπίσουν.
Η εκπαιδευτική μας πολιτική λοιπόν, εξακολουθεί να κρατά τις Πανελλαδικές στην κορυφή της πυραμίδας, λες και είναι η μόνη πραγματική δοκιμασία που έχει σημασία για τη ζωή ενός παιδιού. Αλλά ας αναρωτηθούμε: τι ακριβώς εξετάζει αυτό το σύστημα;
Δεν εξετάζει δημιουργικότητα.
Δεν εξετάζει κριτική σκέψη.
Δεν εξετάζει κοινωνικές δεξιότητες, συνεργασία, πρωτοβουλία.
Δεν εξετάζει καν την ικανότητα ενός παιδιού να μαθαίνει ή να εξελίσσεται.
Εξετάζει τη δυνατότητα του μαθητή να απομνημονεύσει ένα τεράστιο όγκο ύλης, σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, με μηδενικό περιθώριο λάθους. Αν πετύχεις: είσαι έξυπνος. Αν αποτύχεις: άχρηστος. Καταλαβαίνεις; Ένα 17χρονο παιδί, που τρέμει την απόρριψη και φοβάται να ανασάνει μη του φύγει η πληροφορία απ’ το μυαλό, θεωρείται “αποτυχημένο” επειδή δεν έγραψε καλά στη Νεοελληνική Γλώσσα. Η Νεοελληνική Γλώσσα, στην οποία, ειρωνικά, δεν επιτρέπεται να γράψεις ελεύθερα ούτε ένα επιχείρημα χωρίς να το ταιριάξεις με «δομή παραγράφου».
Το παραμύθι της «ευκαιρίας για όλους»
Θα ακούσεις το κλασικό αφήγημα: «Οι Πανελλαδικές είναι το μόνο δίκαιο σύστημα. Όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες». Ναι, καλά. Και η γη είναι επίπεδη.
Διότι όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε σπίτι με χρήματα, με ιδιωτικά φροντιστήρια, προσωπικούς καθηγητές, και γονείς που του κρατούν σημειώσεις με μαρκαδόρους Faber-Castell, δεν ξεκινά από την ίδια γραμμή με ένα παιδί που διαβάζει σε κοινόχρηστο σαλόνι, με τρία αδέρφια γύρω του και τη μάνα να καθαρίζει σκάλες.
Οι Πανελλαδικές δεν είναι «ίσες» για όλους. Είναι αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων με καλλιγραφικά γραφήματα και περιθώρια 3 εκατοστών. Ένα εργαλείο που κάνει ότι δήθεν δίνει ίσες ευκαιρίες, ενώ στην πραγματικότητα ρίχνει βαρίδια στα πόδια των πιο αδύναμων. Και τα παιδιά το ξέρουν. Το νιώθουν. Γι’ αυτό και στα 18 τους κουβαλούν ήδη το βάρος της αποτυχίας – όχι γιατί απέτυχαν, αλλά γιατί τους έπεισαν πως η αξία τους συνοψίζεται σε ένα γραπτό 3 ωρών.
Η φούσκα του Πανεπιστημίου
Και έστω, πέρασες. Τι κερδίζεις; Ένα πτυχίο. Ένα χαρτί. Ένα ακόμα δίπλωμα κορνιζωμένο στον τοίχο του παιδικού δωματίου, δίπλα στο απολυτήριο του Δημοτικού και τη φωτογραφία σου με την τήβεννο. Μετά τι; Στην αγορά εργασίας σε περιμένει το απόλυτο τίποτα.
Οι εργοδότες ζητούν εμπειρία, δεξιότητες, soft skills, networking, επαγγελματική ευελιξία. Κανείς δεν ενδιαφέρεται αν πήρες 19,4 στη Φυσική Κατεύθυνσης. Αν δεν μπορείς να αρθρώσεις πρόταση χωρίς «εεε… βασικά…», αν δεν ξέρεις να συνεργάζεσαι ή να καινοτομείς, αν περιμένεις κάποιος να σου πει τι να κάνεις — είσαι εκτός παιχνιδιού. Και το ελληνικό σχολείο, οι πανελλήνιες, το φροντιστήριο και το σύστημα που σε έτρεξε σαν χάμστερ σε τροχό δεν σε έχουν προετοιμάσει για τίποτα απ’ αυτά.
Αλλά τουλάχιστον ξέρεις τι είπε ο Περικλής στον Επιτάφιο. Θα το λες όταν σε ρωτάνε γιατί είσαι 30 χρονών και μένεις ακόμα με τους γονείς σου.
Η Ελλάδα που σε βαφτίζει νικητή και σε πετάει στο κενό
Το πιο τραγικό; Ότι κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη. Ούτε το Υπουργείο, ούτε τα σχολεία, ούτε οι πολιτικοί, ούτε οι γονείς. Όλοι λένε «έτσι είναι το σύστημα» λες και είναι φυσικό φαινόμενο. Κανείς δεν το αμφισβητεί σοβαρά, γιατί η κοινωνία μας έχει ταυτίσει την έννοια της επιτυχίας με τις Πανελλήνιες. Οι γονείς λένε στα παιδιά «διάβασε, να πας κάπου». Πού ακριβώς; Δεν ξέρουν. Κάπου. Οπουδήποτε. Αρκεί να μπεις «κάπου». Όπως και να ’χει, μπες.
Και τα παιδιά μπαίνουν. Και μετά βγαίνουν. Στην ανεργία, στην ανασφάλεια, στην εσωτερική μετανάστευση, στην κατάθλιψη, στις δουλειές των 600 ευρώ με δύο μεταπτυχιακά. Αλλά τουλάχιστον… πέρασαν στις Πανελλαδικές. Η ελληνική κοινωνία το θεωρεί ακόμα αυτό «επιτυχία». Όπως θεωρεί επιτυχία το να φτιάξεις κουραμπιέδες χωρίς να τους καούν.
Και τώρα;
Τώρα που το πανηγυράκι ξαναρχίζει και χιλιάδες παιδιά θα κάθονται σε άβολες καρέκλες δημοτικού για να γράψουν το «μέλλον τους», η χώρα φοράει ξανά το υποκριτικό της χαμόγελο. Οι υπουργοί εύχονται «καλή επιτυχία», τα κανάλια δείχνουν τις πρώτες αντιδράσεις υποψηφίων έξω από τα σχολεία, και όλοι κάνουν ότι συμμετέχουν σε κάτι σημαντικό. Σαν εθνική γιορτή με δάκρυα, άγχος και τυρόπιτα καντίνας.
Μόνο που δεν είναι τίποτα σημαντικό. Είναι μια ψευδαίσθηση. Μια μαζική αυταπάτη που συντηρείται επειδή κανείς δεν έχει τα κότσια να παραδεχτεί ότι το σύστημα απέτυχε. Ότι εκπαιδεύουμε τα παιδιά για έναν κόσμο που δεν υπάρχει, με εργαλεία του 1985, για δουλειές που δεν πρόκειται να κάνουν ποτέ.
Και το χειρότερο; Τα παιδιά το ξέρουν. Το καταλαβαίνουν. Και παρ’ όλα αυτά μπαίνουν στην αίθουσα και δίνουν τη μάχη τους. Όχι επειδή πιστεύουν στο σύστημα. Αλλά γιατί δεν τους δώσαμε άλλη επιλογή.
Καλή επιτυχία, λοιπόν. Ή όπως λέμε καλύτερα στην Ελλάδα:
Καλή τύχη. Αν έχεις μέσον, ακόμη καλύτερα!