Υπάρχουν στιγμές που η κοινωνία μας μοιάζει να έχει χάσει κάθε αίσθηση μέτρου — όχι επειδή οι άνθρωποι έγιναν ξαφνικά κακοί, αλλά γιατί όλα γύρω μας μετριούνται σε προβολή, σε εικόνα, σε “πώς δείχνει”. Η ουσία ξεθωριάζει, και μένει μόνο η βιτρίνα. Και κάπου μέσα σε αυτή τη λατρεία του φαίνεσθαι, η πιο βαθιά πράξη αγάπης και ανθρωπιάς —η υιοθεσία— έχει αρχίσει να μετατρέπεται, αργά και ύπουλα, σε τάση. Σε μόδα.

Υπάρχει κάτι τρομακτικά θλιβερό όταν η λέξη “παιδί” αρχίζει να συνδέεται με λέξεις όπως “προβολή”, “engagement” ή “storytelling”. Όταν η ανάγκη ενός παιδιού για αγάπη μεταφράζεται σε φωτογραφία που “γράφει καλά”, σε φιλανθρωπικό concept που ανεβάζει followers ή σε μια συγκινητική αφήγηση που «πουλάει». Γιατί τότε δεν μιλάμε πια για αγάπη — μιλάμε για ιδιοκτησία, για αισθητική χρήση του ανθρώπινου πόνου.

Η υιοθεσία δεν είναι project. Δεν είναι “επένδυση” στη δημόσια εικόνα ενός ζευγαριού ή μιας γυναίκας που θέλει να δείξει “ολιστική”. Δεν είναι μέρος ενός brand που προβάλλει τον «καλό άνθρωπο» με την τέλεια ζωή. Είναι ένα δέσιμο ψυχών. Είναι η απόφαση να πάρεις ένα παιδί με τη δική του ιστορία, τις απουσίες του, τα τραύματά του — και να το ξαναδιδάξεις να εμπιστεύεται τον κόσμο.

Αλλά αυτό απαιτεί κάτι που δε χωράει σε κάμερα: σιωπή. Υπομονή. Συναισθηματική συνέπεια. Και κυρίως, μια αγάπη που δεν χρειάζεται επιβεβαίωση.

Σήμερα, όμως, οι πιο ευαίσθητες πράξεις μας πρέπει να περάσουν πρώτα από το φίλτρο του φακού. Αν δεν φωτογραφηθεί, δεν συνέβη. Αν δεν ανεβεί, δεν αξίζει. Έτσι, βλέπεις ανθρώπους να κρατούν στην αγκαλιά τους ένα παιδί — ένα παιδί που κουβαλάει απώλειες, φόβο, απορίες — και να το παρουσιάζουν σαν τρόπαιο. Όχι από κακία, ίσως. Από άγνοια, από ματαιοδοξία, από την αυταπάτη ότι η προβολή ισοδυναμεί με ευαισθησία.

Το παιδί, όμως, δεν είναι εργαλείο για να “ανθίσει το προφίλ”. Δεν είναι statement ηθικής ανωτερότητας. Είναι ένας μικρός άνθρωπος που έχει ήδη γνωρίσει την απόρριψη και τη στέρηση, και τώρα ψάχνει το πιο απλό πράγμα στον κόσμο: ασφάλεια. Και την ασφάλεια δεν τη χαρίζουν τα φώτα, τα φίλτρα ή τα captions. Τη δίνουν η συνέπεια, η παρουσία, η σταθερότητα.

Η «μόδα» της υιοθεσίας από μακρινές χώρες —παιδιά από την Αφρική, την Ασία, ή όπου αλλού υπάρχει φτώχεια— δεν είναι καινούρια. Αλλά τα τελευταία χρόνια έχει πάρει μια καινούρια μορφή: αυτή του “εξωτισμού”. Το παιδί γίνεται «ιδέα». Κάτι που δείχνει “παγκόσμιο”, “συμπεριληπτικό”, “ευαίσθητο”. Η διαφορετικότητα γίνεται διακοσμητικό στοιχείο. Ένα δέρμα πιο σκούρο, ένα βλέμμα γεμάτο απορία, μια ιστορία γεμάτη συγκίνηση — όλα στοιχεία που δένουν ιδανικά με την αισθητική του προοδευτικού lifestyle.

Όμως το παιδί δεν είναι ούτε σύμβολο ούτε αξεσουάρ. Δεν μπορείς να το «φορέσεις» για να δείξεις ανθρωπιά. Δεν είναι φωτογραφικό concept. Είναι άνθρωπος. Και η ζωή του δεν πρέπει να γίνεται πεδίο δημοσίων σχέσεων.

Υπάρχει μια διαφορά, λεπτή αλλά θεμελιώδης, ανάμεσα στην αγάπη και στην ιδιοποίηση. Η αγάπη σέβεται, προστατεύει, αφήνει χώρο. Η ιδιοποίηση δείχνει, επιδεικνύει, εκθέτει. Η πρώτη χτίζει δεσμό, η δεύτερη αναζητά χειροκρότημα. Κι όταν ένα παιδί —ιδίως ένα παιδί που έχει ήδη πληγωθεί— γίνεται εργαλείο επίδειξης, τότε το τραύμα του δεν επουλώνεται: επαναλαμβάνεται.

Γιατί σκεφτείτε: πώς αισθάνεται ένα παιδί που μεγαλώνει γνωρίζοντας πως έγινε κομμάτι ενός “story” που άρεσε στο κοινό; Που είδε το πρόσωπό του σε διαφημίσεις, σε αφιερώματα, σε “inspirational posts”; Πώς μεγαλώνει ένα παιδί όταν η ίδια του η ύπαρξη έχει γίνει στοιχείο branding για τους γονείς του;

Η απάντηση είναι απλή, όσο κι αν πονάει: μεγαλώνει με σύγχυση. Με μια αίσθηση ότι η αξία του εξαρτάται από την εικόνα του. Ότι το αγαπούν, αλλά όχι πάντα γι’ αυτό που είναι. Ότι η αγάπη μετριέται σε “likes”. Κι αυτό είναι ένα δηλητήριο που δεν θεραπεύεται εύκολα.

Η γονεϊκότητα δεν είναι δημόσια σχέση. Δεν είναι θέαμα. Είναι καθημερινή σιωπή, μικρές νίκες, στιγμές που κανείς δεν θα δει ποτέ. Είναι να σηκώνεσαι στις τρεις το πρωί γιατί το παιδί σου είδε εφιάλτη. Είναι να μαθαίνεις να υπομένεις το θυμό του, τη σιωπή του, τη δοκιμασία του. Είναι να χτίζεις εμπιστοσύνη, όχι προφίλ.

Αυτό που πολλοί ξεχνούν είναι ότι τα παιδιά δεν μας “ανήκουν” — ούτε τα βιολογικά, ούτε τα θετά. Τα παιδιά είναι φιλοξενούμενοι που μας εμπιστεύονται τη ζωή τους για λίγο, μέχρι να σταθούν μόνα τους. Δεν ήρθαν για να υπηρετήσουν την εικόνα μας, αλλά για να τα βοηθήσουμε να γίνουν ολόκληροι άνθρωποι.

Κι όμως, η κοινωνία χειροκροτεί εκείνους που “τολμούν” να υιοθετήσουν, λες και είναι επίτευγμα να δείχνεις φιλάνθρωπος. Μόνο που η πραγματική τόλμη αρχίζει μετά, όταν τα φώτα σβήνουν. Όταν το παιδί αρνείται να σε εμπιστευτεί, όταν οι πληγές του βγαίνουν στην επιφάνεια, όταν η αγάπη σου δοκιμάζεται όχι στα stories, αλλά στο σκοτάδι.

Η αγάπη που χρειάζεται ένα παιδί δεν είναι η αγάπη της επίδειξης. Είναι η αγάπη της διάρκειας. Η αγάπη που δεν ζητά τίποτα πίσω. Που δεν δημοσιεύεται, που δεν θέλει να την πιστέψουν οι άλλοι. Η σιωπηλή αγάπη — εκείνη που φαίνεται μόνο στα μάτια δύο ανθρώπων που αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον.

Κι όμως, σήμερα, πολλοί υιοθετούν όχι για να δώσουν ζωή, αλλά για να την αφηγηθούν. Για να χτίσουν μια ιστορία που συγκινεί, που κάνει τον κόσμο να τους αγαπήσει περισσότερο. Και ίσως, βαθιά μέσα τους, να πιστεύουν ότι όντως κάνουν κάτι καλό. Ότι το “καλό” αυτό εξαγνίζει και τα υπόλοιπα. Μα η αγάπη δεν είναι άλλοθι. Δεν μπορείς να αγοράσεις ηθική με συναισθηματικό marketing.

Η υιοθεσία απαιτεί ωριμότητα. Δεν είναι για όλους. Είναι για εκείνους που μπορούν να αγαπήσουν χωρίς να φαίνονται. Για εκείνους που δεν θέλουν να “σώσουν” κανέναν, αλλά να μοιραστούν τη ζωή τους. Για εκείνους που καταλαβαίνουν ότι δεν προσφέρουν χάρη, αλλά λαμβάνουν δώρο.

Η αγάπη δεν χρειάζεται κοινό. Κι όμως, ζούμε σε εποχή που το κοινό έγινε μέτρο αξίας. Όλοι είμαστε εκτεθειμένοι, όλοι παίζουμε ρόλους. Αλλά κάποια πράγματα δεν πρέπει ποτέ να μπουν στη σκηνή — και το παιδί είναι το πρώτο από αυτά.

Αν θες να προσφέρεις, κάν’ το αθόρυβα. Αν θες να αγαπήσεις, κάν’ το αληθινά. Αν θέλεις να υιοθετήσεις, μάθε πρώτα τι σημαίνει να αφήνεις χώρο για την ψυχή κάποιου άλλου. Να μην τον κάνεις προέκταση του εαυτού σου, αλλά να τον βοηθήσεις να γίνει ο εαυτός του.

Η υιοθεσία δεν είναι φωτογραφία. Είναι διαδρομή. Είναι δάκρυ, κόπος, επανάληψη. Είναι το βλέμμα ενός παιδιού που μια μέρα, χωρίς να του το ζητήσεις, σε φωνάζει “μαμά” ή “μπαμπά”. Και εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνεις ότι δεν κέρδισες τίποτα για να δείξεις — αλλά κάτι που δεν αποτυπώνεται πουθενά: την εμπιστοσύνη ενός ανθρώπου που ξαναπίστεψε στη ζωή.

Όταν λοιπόν βλέπουμε ανθρώπους να επιδεικνύουν την “ευαισθησία” τους με παιδιά στην αγκαλιά, ας θυμόμαστε ότι πίσω από την εικόνα υπάρχει μια ψυχή. Ένα παιδί που δεν ζήτησε να γίνει σύμβολο, ούτε αφορμή για συγκίνηση. Ζήτησε απλώς να αγαπηθεί. Να έχει μια κανονική ζωή, μακριά από το βλέμμα του κόσμου.

Η αγάπη είναι ιερή πράξη. Κι όταν γίνεται θέαμα, βεβηλώνεται. Όσο συνεχίζουμε να μετατρέπουμε τις πιο τρυφερές στιγμές της ανθρώπινης εμπειρίας σε ψηφιακά προϊόντα, τόσο θα χάνουμε το ίδιο το νόημα του να είμαστε άνθρωποι.

Γιατί το παιδί δεν είναι τρόπαιο. Δεν είναι φωτογραφία. Δεν είναι story.

Το παιδί είναι άνθρωπος.

Κι ο άνθρωπος, όταν αγαπιέται στ’ αλήθεια, δεν χρειάζεται κοινό — χρειάζεται αγκαλιά.