Σε έναν κόσμο που παραπαίει ανάμεσα σε υπαρξιακά αδιέξοδα, ηθικούς πανικούς και την αέναη αναζήτηση του σωστού τρόπου να βράσεις μακαρόνια χωρίς να σε ακυρώσει το TikTok, υπάρχει ένα βαθιά ριζωμένο, σχεδόν πολιτισμικά εκρηκτικό ζήτημα που συνεχίζουμε να προσπερνάμε με την ελαφρότητα ενός ρεπόρτερ με μικρόφωνο έξω από τα Jumbo: Γιατί, στο καλό, επιμένουμε να αποκαλούμε το ανδρικό μόριο “πιπί” και το γυναικείο “ντιντί”;
Όχι, δεν είναι αστείο. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, είναι απολύτως αστείο — με την τραγική έννοια της λέξης. Είναι σαν να αποκαλείς την Ακρόπολη “το σπιτάκι με τις κολώνες” ή τη Mona Lisa “εκείνη τη μαντάμ με το μισοχαμόγελο”. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η νεοελληνική γλωσσική νοοτροπία αντιμετωπίζει το σώμα — και ειδικά το σεξουαλικό σώμα — όχι απλώς με αμηχανία, αλλά με έναν σχεδόν ψυχαναγκαστικό πουριτανισμό μεταμφιεσμένο σε χαριτωμένη παιδικότητα.
Ας ξεκινήσουμε με το περιβόητο “πιπί”. Αυτή η λέξη δεν είναι λέξη. Είναι ένα γλωσσικό παραστράτημα, ένας ηχητικός παραλογισμός που υποτιμά, ευτελίζει και εν τέλει ευνουχίζει — όχι μόνο το βιολογικό αντικείμενο που υποτίθεται ότι περιγράφει, αλλά και ολόκληρη την πολιτισμική του υπόσταση. Το “πιπί” ακούγεται σαν το όνομα που θα έδινες σε ένα λούτρινο πάντα που παίζει με σαπουνόφουσκες. Όχι σε ένα όργανο που φέρει το βάρος της ιστορίας, της αναπαραγωγής, της ηδονής, της πολιτικής εξουσίας και, αν είμαστε ειλικρινείς, της πατριαρχίας.
Το “πιπί” δεν είναι απλώς μια αθώα λέξη. Είναι ένα πολιτισμικό σύμπτωμα. Είναι η γλωσσική μας άρνηση να αποδεχτούμε ότι το σεξ υπάρχει, ότι τα σώματά μας έχουν λειτουργίες πέρα από το να κάθονται με ευλάβεια σε εκκλησιαστικά στασίδια ή να παρακολουθούν τον Σασμό. Το “πιπί” είναι η απόπειρα της ελληνικής οικογένειας να κρατήσει το παιδί της ανυποψίαστο, καθαρό, αποστειρωμένο — σαν να μην υπάρχουν γεννητικά όργανα, σαν να γεννιόμαστε με πακέτο “μόνο αγκαλιές”.
Και ενώ το “πιπί” είναι ήδη αρκετά γελοίο, το “ντιντί” έρχεται να βάλει το κερασάκι στην τούρτα της γλωσσικής αποχαύνωσης. Το “ντιντί” δεν μοιάζει απλώς με ψευδώνυμο παιδικού χαρακτήρα από κινούμενα σχέδια. Είναι μια λέξη που στερείται κάθε σεβασμού για τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Θυμίζει κάτι ανάμεσα σε ιαπωνικό γλυκό και μωρουδιακή φωνούλα που μόλις έμαθε να προφέρει το “ντι” και το “ντι”. Είναι σχεδόν ύποπτο. Μια λέξη τόσο ξέπνοη, τόσο απονευρωμένη, που σχεδόν φωνάζει “μην κοιτάς εδώ, δεν υπάρχει τίποτα να δεις”.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί η ελληνική γλώσσα, και κυρίως η ελληνική κοινωνία, επιλέγει τόσο ηχητικά γελοίες λέξεις για τόσο θεμελιώδη σημεία του ανθρώπινου σώματος;
Η απάντηση είναι απλή: επειδή φοβόμαστε. Όχι μόνο το σεξ, αλλά και την ιδέα του σεξ. Φοβόμαστε τη σωματικότητα, την επιθυμία, το σώμα ως πολιτικό και προσωπικό πεδίο. Φοβόμαστε την ωμότητα της βιολογίας και προσπαθούμε να την καλύψουμε με ένα φτηνό πέπλο παιδικότητας. Αντί να αντιμετωπίσουμε το σεξ με την ωριμότητα που του αξίζει, το ντύνουμε με ντιντιλίκια και πιπικά κουδουνίσματα.
Και κάπου εδώ αρχίζει να αποκαλύπτεται το πραγματικό πρόβλημα: η γλώσσα μας προδίδει. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν διαθέτουμε λέξεις που να περιγράφουν τα γεννητικά όργανα με σεβασμό και ακρίβεια, χωρίς είτε να καταφεύγουμε σε γελοιότητες τύπου “ντιντί” είτε σε χυδαιότητες καφενειακού επιπέδου. Η γλώσσα μας είναι ένα καθρέφτης της κουλτούρας μας – και στον καθρέφτη αυτόν, το σώμα αντανακλάται σαν κάτι είτε γελοίο είτε αμαρτωλό. Τίποτα ενδιάμεσο.
Αυτή η διαστρέβλωση έχει συνέπειες. Όταν ο τρόπος που μιλάς για κάτι είναι γελοίος, τότε και ο τρόπος που το αντιμετωπίζεις θα είναι γελοίος. Όταν από μικρό παιδί μαθαίνεις να αποκαλείς το σώμα σου με ψευδώνυμα Disney, τότε μεγαλώνοντας δεν έχεις καμία ελπίδα να το αντιμετωπίσεις με σεβασμό, αγάπη ή αποδοχή. Το σώμα γίνεται κάτι ξένο, κάτι ντροπιαστικό, κάτι που πρέπει να κρυφτεί πίσω από ευφημισμούς και γελοιοποιήσεις.
Και όχι, αυτό δεν είναι απλώς ένα ζήτημα λέξεων. Είναι ένα ζήτημα κοινωνικής και ψυχολογικής υγείας. Είναι η ρίζα ενός φαύλου κύκλου που ξεκινά από την παιδική ηλικία και φτάνει μέχρι την ενήλικη ντροπή για την επιθυμία, την απόλαυση, τη γυμνότητα. Είναι η πηγή των άβολων σιωπών στην οικογενειακή κουζίνα όταν παίζει διαφήμιση για προφυλακτικά. Είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζουμε μια κοινωνία γεμάτη σεξουαλική άγνοια, κακοποιημένες σχέσεις, και ανθρώπους που δεν ξέρουν ούτε πώς να περιγράψουν το σώμα τους χωρίς να ντραπούν ή να γελάσουν αμήχανα.
Αναρωτηθήκαμε ποτέ γιατί τόσοι ενήλικες νιώθουν αμήχανα με το σεξ; Γιατί υπάρχει τέτοια έλλειψη βασικής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στην Ελλάδα; Γιατί πρέπει ο έφηβος να μάθει για το σώμα του από το Pornhub και όχι από τη μητέρα του ή τον πατέρα του; Ίσως γιατί οι ίδιοι οι γονείς έχουν μεγαλώσει πιστεύοντας ότι εκεί κάτω υπάρχει απλώς ένα “πιπί” ή ένα “ντιντί” και τίποτε παραπάνω. Γιατί το σεξ ήταν πάντοτε κάτι που “δεν λέγεται”, που “δεν είναι της ώρας” — λες και η βιολογία υπακούει σε ωράριο καταστημάτων.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε αντικατοπτρίζουν τις αξίες μας, τις φοβίες μας, την ψυχική μας συγκρότηση. Το “πιπί” και το “ντιντί” δεν είναι χαριτωμένα. Είναι ένας πολιτισμικός θρήνος για τη χαμένη μας σεξουαλική ωριμότητα. Είναι το μνημείο μιας κοινωνίας που φοβάται το σώμα της, το καταπιέζει, το γελοιοποιεί και, τελικά, το μισεί.
Ίσως ήρθε η ώρα να ενηλικιωθούμε — επιτέλους. Να αφήσουμε πίσω μας τους παιδικούς ευφημισμούς και να αρχίσουμε να μιλάμε για το σώμα με τη σοβαρότητα, τον σεβασμό και την αλήθεια που του αξίζει. Όχι με χυδαιότητα — αυτός είναι ο εύκολος δρόμος. Αλλά με ωριμότητα, με γνώση, με αποδοχή. Να δώσουμε στα γεννητικά μας όργανα τις λέξεις που τους αρμόζουν, όχι για να τα εξιδανικεύσουμε, αλλά για να τα αναγνωρίσουμε ως κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας.
Γιατί όσο συνεχίζουμε να μιλάμε για “πιπί” και “ντιντί”, τόσο θα συνεχίσουμε να βλέπουμε το σεξ σαν κάτι που πρέπει να κρυφτεί, να καλυφθεί, να ντυθεί με ροζ κορδελάκια γελοιότητας. Και όσο το βλέπουμε έτσι, δεν θα είμαστε ποτέ ελεύθεροι. Ούτε στο σώμα μας, ούτε στο μυαλό μας.
Ή, για να το πούμε αλλιώς: Αν ο πολιτισμός σου δεν μπορεί να πει τη λέξη “πέος” ή “αιδοίο” χωρίς να ξεροκαταπιεί από ντροπή, τότε δεν έχεις πολιτισμό. Έχεις μόνο “πιπί” και “ντιντί” – να χορεύουν χεράκι-χεράκι στο λιβάδι της καταστολής.