Σε ένα γραφικό, καταπράσινο, αθώο –τρομάρα του– χωριουδάκι, κάπου στην Ελλάδα, 8 αδέρφια κληρονόμησαν τα οικογενειακά κτήματα με τις ελιές. Κι εδώ ξεκινάει το έπος, γιατί δεν μιλάμε απλώς για ένα χωραφάκι να το σκάψουν και να ησυχάσουν. Όοοοχι. Το οικογενειακό δέντρο έβγαλε και κλαδιά: 8 νυφάδες και από 3 μούλικα το κάθε αδέρφι, σύνολο 24 πιτσιρίκια που έχουν ήδη αρχίσει να τσακώνονται για τα… κληρονομικά τους δικαιώματα.

Το πρώτο πρόβλημα είναι η μαθηματική εξίσωση του μοιράσματος. Όταν οι πρόγονοι έλεγαν «η ελιά είναι ευλογημένο δέντρο», δεν εννοούσαν να πέσει ευλογία «σκοτωμού». Διότι τώρα το κάθε αδέρφι μετράει πόσες ρίζες ελιάς του αναλογούν, οι νυφάδες μετράνε τα δέντρα της προίκας τους (που δεν υπάρχουν), και τα 24 εγγόνια απαιτούν από τώρα το δικό τους μερίδιο γιατί, όπως λένε, «δεν θα βγούμε και κορόιδα!».

Η λύση της κλήρωσης απορρίφθηκε από νωρίς, γιατί ποιος αντέχει να δει την Mατίνα τη νύφη να ωρύεται πως “εγώ μεγάλωσα το Θανάση σου, δεν θα μου δώσεις ελιές με καρπό και θα με αφήσεις με τις ξερολιθιές;” ή τον Μήτσο να πετάει ατάκες τύπου «αν πάρει ο μικρός το πάνω χωράφι, να ξέρεις, εγώ θα πάω στον δικηγόρο και μετά ποιος σε σώζει».

Το επόμενο βήμα ήταν να φέρουν τοπογράφο, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να φύγει άρον-άρον όταν τα αδέρφια του πέταξαν τα χαρτιά στα μούτρα γιατί «η μάνα δεν έλεγε πουθενά για το μονοπάτι στη διαθήκη». Μετά σκέφτηκαν τη λύση της κοινής καλλιέργειας, αλλά η Μαρίκα η νύφη πρότεινε να φυτέψουν αβοκάντο και ο Στέλιος ο κουνιάδος πήγε να τη χτυπήσει με το δικράνι.

Κάποια στιγμή επενέβη ο παπάς του χωριού για να δώσει μια θεία λύση. «Παιδιά, μην τσακώνεστε. Χωρίστε το με αγάπη». Μέχρι να πει «αμήν», τον είχαν διαολοστείλει γιατί, ως γνωστόν, όπου μπλέκουν οι παπάδες στα κληρονομικά, κάποιος πάντα καταλήγει να παίρνει το χωράφι με τις γούρνες.

Με τα πολλά, η μόνη λογική λύση ήταν να τα πάρει όλα ο πιο τσαμπουκάς της οικογένειας –που, ας μην κοροϊδευόμαστε, ήταν η πεθερά που είχε χηρεύσει εδώ και είκοσι χρόνια και ζούσε για τη στιγμή που θα κυβερνούσε το μποστάνι με σιδερένια πυγμή.

Έτσι, αφού έπεσαν μερικές φάπες, ξερίζωσαν κάτι σύνορα, έκλαψαν δύο-τρεις φορές για το «αδικοχαμένο του πατέρα» και έριξαν και μια κατάρα ο ένας στον άλλον να «του ξεραθούν οι ελιές», αποφάσισαν ότι το μόνο σωστό ήταν να παρατήσουν τα πάντα και να φύγουν για την Αθήνα.

Κι έτσι, τα χωράφια έμειναν στο έλεος του χρόνου, οι ελιές αγρίεψαν, και τα δέντρα ψιθύριζαν τα βράδια ιστορίες για τη μεγαλύτερη οικογενειακή μάχη που είδε ποτέ το χωριό. Αλλά τουλάχιστον, ευτυχώς, κανείς δεν έφαγε το χωράφι με τις γούρνες.

(Ή μήπως το έφαγε;)