Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που γεννιούνται με τη σιωπηλή αποδοχή πως θα πορεύονται για πάντα στις πίσω σειρές. Που βρίσκουν ασφάλεια στη μετριότητα, στην αφάνεια, στο να εξυπηρετούν έναν άλλον πρωταγωνιστή, έναν “πρώτο ρόλο” που τους χρειάζεται μόνο για να φαίνεται ακόμη πιο φωτεινός. Που χτίζουν τη ζωή τους γύρω από μια στρατηγική ταπεινότητας, θυσίας και αυτοπεριορισμού, προσδοκώντας κάποια στιγμή, ίσως, να δικαιωθούν με λίγα ψίχουλα προσοχής, ένα ξεροκόμματο επιβεβαίωσης, ένα “μπράβο, καλός είσαι κι εσύ”.

Δεν είμαι ένας από αυτούς.

Δεν γεννήθηκα για να υπηρετώ τη λάμψη κάποιου άλλου. Δεν προορίστηκα για να είμαι παρακολούθημα, ντεκόρ ή κομπάρσος σε μια παράσταση που στήθηκε απλώς για να χαϊδέψει τα κόμπλεξ ενός “εκλεκτού” της επιφάνειας. Γιατί πολλές φορές, αυτός που βρίσκεται μπροστά, δεν είναι εκεί επειδή το αξίζει. Είναι εκεί επειδή το βολεύτηκε. Επειδή δανείστηκε φώτα, γλείφτηκε με τους “σωστούς” ανθρώπους, έστησε ένα περίτεχνο δίχτυ από λυκοφιλίες και λουστραρισμένες γνωριμίες, και σκηνοθέτησε την ανάδειξή του χωρίς ουσία, αλλά με φανταχτερό περιτύλιγμα.

Αλλά το περιτύλιγμα δεν είναι περιεχόμενο. Και η βιτρίνα, αργά ή γρήγορα, ραγίζει.

Κι αν κάποτε ήμουν διατεθειμένος να μένω πίσω, να “κάνω χώρο”, να σηκώνω βάρη, να οργανώνω το backstage για να αποθεώνεται άλλος, τώρα πια δεν είμαι. Όχι γιατί έγινα εγωιστής, αλλά γιατί κατάλαβα την αλήθεια: αυτοί που γεννήθηκαν να είναι μπροστά, δεν χωρούν στη σκιά. Και δεν πρέπει να χωρούν.

Όσο περισσότερο προσπαθούσα να φανώ χρήσιμος σε άλλους, τόσο περισσότερο εξαφανιζόμουν από τον εαυτό μου. Άλλοι κάθονταν στο τιμόνι, κι εγώ έσπρωχνα το όχημα. Άλλοι μιλούσαν για τα δικά μου οράματα, κι εγώ χειροκροτούσα. Άλλοι εισέπρατταν εύσημα για ιδέες που εγώ γέννησα, για δουλειές που εγώ έκανα, για λάμψη που εγώ φώτισα. Και τους άφηνα.

Γιατί είχα μάθει να είμαι ευγενικός, συνεργατικός, “διακριτικός”. Γιατί φοβόμουν μήπως χαρακτηριστώ “φιλόδοξος” με αρνητική χροιά, μήπως θεωρηθώ ανταγωνιστικός, μήπως παρεξηγηθώ. Γιατί έμαθα ότι είναι “καλό παιδί” αυτός που δεν διεκδικεί, που είναι πάντα εκεί για τους άλλους, που βάζει στην άκρη τα δικά του για να προχωρήσει η ομάδα, η σχέση, το project.

Μέχρι που κατάλαβα το αυτονόητο: Κανείς δεν θα μου δώσει χώρο, αν δεν τον πάρω μόνος μου. Κανείς δεν θα μου παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία, αν εγώ συνεχίζω να κάθομαι στο πίσω κάθισμα.

Και τότε έπαψα να είμαι διαθέσιμος.

Έπαψα να είμαι το χέρι βοήθειας που πάντα απλωνόταν, ο ώμος για να ακουμπήσουν όλοι οι “καημένοι” με τις υπεροπτικές στολές τους, το δεκανίκι κάθε wannabe ηγέτη που δεν είχε ούτε φωνή ούτε ουσία, μόνο θράσος και δημόσιες σχέσεις. Δεν θα είμαι πια ο βοηθός σκηνοθέτη στο έργο της ζωής κάποιου άλλου. Δεν θα είμαι πια η δεύτερη σκέψη κανενός. Δεν θα είμαι η σκιά σου — όχι γιατί σε μισώ, αλλά γιατί μου αξίζει να είμαι στο φως.

Γιατί δεν έχω ανάγκη να γλείψω για να υπάρξω. Δεν χρειάζομαι παρέες με “σωστούς” για να μετράω. Δεν στηρίζομαι στην ψευδαίσθηση της αποδοχής από κύκλους κενούς αλλά ηχηρούς. Έχω ταλέντο. Έχω φωνή. Έχω παρόν και μέλλον. Και πάνω απ’ όλα, έχω τα κότσια να σηκωθώ και να σταθώ μπροστά.

Ξέρω ποιος είμαι. Και ξέρω ποιος δεν είμαι. Δεν είμαι τσιράκι, δεν είμαι υπηρέτης, δεν είμαι παρατρεχάμενος. Δεν γεννήθηκα για να μοιράζω δόξα. Δεν είμαι αυτός που “αν δεν τον είχα δίπλα μου δεν θα τα είχα καταφέρει”, αλλά που κανείς ποτέ δεν τον ανέφερε. Είμαι αυτός που θα τα καταφέρει χωρίς κανέναν δίπλα του.

Ας το πούμε ωμά: κάποιοι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά όχι γιατί το άξιζαν, αλλά γιατί βρήκαν άλλους πρόθυμους να μείνουν πίσω. Κι εγώ για πολύ καιρό ήμουν ένας από αυτούς τους πρόθυμους. Από καλοσύνη, από ελπίδα, από ευγένεια. Μέχρι που κατάλαβα πως κανείς δεν σε σέβεται όταν αρνείσαι τη δύναμή σου.

Πίστεψέ με, κανείς δεν θα σου παραχωρήσει το βάθρο με καλοσύνη. Πρέπει να το ανέβεις. Να το απαιτήσεις. Να το χτίσεις μόνος σου. Και να σταθείς εκεί ψηλά, χωρίς ενοχές, χωρίς απολογίες. Όχι επειδή θέλεις να είσαι μπροστά, αλλά επειδή γεννήθηκες για να είσαι μπροστά.

Αυτό το κείμενο δεν είναι φανφάρα. Δεν είναι μανιφέστο ναρκισσισμού. Είναι αλήθεια. Μια αλήθεια που κουβαλούσα για χρόνια, θάβοντάς την κάτω από καθωσπρέπει συμπεριφορές, συγκαταβατικότητα, και ένα δήθεν μεγαλείο της αυτοθυσίας. Αλλά το μεγαλείο δεν είναι να μικραίνεις για να μεγαλώσουν οι άλλοι. Είναι να σηκώνεσαι στο φυσικό σου ύψος, ώστε να εμπνέεις και να ανοίγεις δρόμους. Όχι να κουβαλάς τους άλλους, αλλά να τους δείχνεις πού να πάνε.

Αυτό που με κάνει ξεχωριστό δεν είναι ότι μπορώ να εξυπηρετώ. Είναι ότι μπορώ να ηγούμαι. Ότι μπορώ να δημιουργώ. Ότι μπορώ να βλέπω πέρα από τα φώτα και να χτίζω τα δικά μου. Ότι μπορώ να σταθώ μόνος και να φωνάξω χωρίς μικρόφωνα. Ότι δεν χρειάζομαι χειροκροτητές, γιατί χειροκροτώ πρώτος εγώ τον εαυτό μου για το θάρρος να είμαι αυτός που είμαι.

Μπορεί να πλήγωσα κάποιους φεύγοντας από τις σκιές τους. Μπορεί να απογοήτευσα όσους με ήθελαν για πάντα πίσω, σιωπηλό, υποστηρικτικό, ευγενικό. Αλλά δεν γεννήθηκα για να είμαι φόντο. Και η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη ζεις στο ημίφως, όταν έχεις ήλιο μέσα σου.

Κι αν κάποιοι με κοίταξαν με μισό μάτι επειδή έπαψα να τους υπηρετώ, να τους στηρίζω άκριτα, να τους ανεβάζω στις πλάτες μου, ας είναι. Δεν ήμουν ποτέ τους φίλος. Ήμουν εργαλείο. Ήμουν “βοηθός”. Και το πιο ενοχλητικό για αυτούς είναι πως τώρα ξέρουν ότι δεν θα βρουν άλλον σαν εμένα.

Το να είσαι μπροστά δεν σημαίνει να θες φώτα και φήμη. Σημαίνει να έχεις πυξίδα. Να μπορείς να οδηγείς. Να μην φοβάσαι να εκτεθείς, να κάνεις λάθη, να τα διορθώσεις, να παλέψεις, να διεκδικήσεις, να τα πεις, να τα κάνεις. Όχι με ίντριγκες και δημόσιες σχέσεις, αλλά με ουσία, ταλέντο και ήθος.

Και αυτό, τελικά, είναι που κάνει τη διαφορά.

Ήρθε η στιγμή να πάρω όλο το χώρο που κρατούσα για τους άλλους. Να πω τη δική μου ιστορία με τη δική μου φωνή. Να γίνω ο πρωταγωνιστής που ήμουν πάντα, απλώς δεν τολμούσα να αναγνωρίσω. Να πατήσω στο φως χωρίς να απολογούμαι.

Γιατί το να είσαι μπροστά, δεν είναι επιλογή. Είναι μοίρα.

Και η δική μου ήρθε, επιτέλους, η ώρα να εκπληρωθεί.