Η περιοχή, η κάθε περιοχή, έχει τα τοπόσημά της. Άλλες έχουν την Ακρόπολη, άλλες έχουν ένα άγαλμα με περιστέρια που χέζουν ασταμάτητα, κι άλλες – πιο πρακτικές – είχαν τα μπουρδέλα.

Ναι, μπουρδέλα. Όχι “οίκους ανοχής”, όχι “θεσμοθετημένους χώρους ψυχαγωγίας ενηλίκων”, αλλά μπουρδέλα. Με το κόκκινο φως που τρεμόπαιζε σαν να σε καλεί μέσα σε κάποιο χωμάτινο καμπαρέ της μεταπολεμικής Ελλάδας, με την τσατσά που μύριζε φτηνό άρωμα και καμένο καστορέλαιο, με τις κοπέλες που κρατούσαν όρθια την κοινωνική ισορροπία – σαν φεμινισμός πρακτικής εφαρμογής, χωρίς σεμινάρια και panels σε ξενοδοχεία.

Και μετά, ξαφνικά, σκοτάδι. Τα φώτα έσβησαν, οι πόρτες έκλεισαν, και η γειτονιά βυθίστηκε σε μια γκρίζα μιζέρια, λες και κάποιος τράβηξε το φερμουάρ στην πιο ζωηρή φούστα της πόλης.

Ας το πάρουμε από την αρχή. Γιατί να υπάρχει μπουρδέλο; Γιατί να είναι κοινωνικό έργο το ότι έξι σπίτια στη σειρά λειτουργούσαν σαν ανοιχτή φλέβα για την εκτόνωση του άντρα;

Μα γιατί η ιστορία το έχει αποδείξει: όπου υπάρχει πουριτανισμός, υπάρχει βία. Όπου λείπει η βαλβίδα αποσυμπίεσης, κάποιος θα σκάσει. Κι αντί να σκάει μέσα στο οικογενειακό τραπέζι, σκάει εκεί που πρέπει.

Σκέψου το αλλιώς: η πόλη είχε φροντίσει να δημιουργήσει ένα σύστημα «δημόσιας ψυχικής υγείας» χωρίς ΕΟΠΥΥ, χωρίς ραντεβού, χωρίς χαρτούρα. Μια πόρτα, μια τσατσά, μια τιμή, ένα έργο. Ούτε λίστες αναμονής, ούτε παραπεμπτικά. Αντί να ψάχνεις “ψυχολόγο ραντεβού διαθέσιμος σε 3 μήνες”, πήγαινες στον τρίτο σπίτι δεξιά, πλήρωνες είκοσι ευρώ και έφευγες πιο ήρεμος απ’ ότι μετά από δέκα συνεδρίες ψυχοθεραπείας.

Το μπουρδέλο ήταν το ΚΕΠ του ανδρικού ενστίκτου. Όπως στο ΚΕΠ βγάζεις ένα χαρτί και λες «ξεμπέρδεψα», έτσι κι εδώ ξεμπέρδευες με το πιο βασικό χαρτί: το χαρτί του καταπιεσμένου πόθου.

Οι κοπέλες; Κοινωνικοί λειτουργοί. Δεν φορούσαν καρτελάκι στο στήθος να γράφει «social worker», αλλά έκαναν τη δουλειά τους με επαγγελματισμό. Όπως ο πυροσβέστης σβήνει φωτιές, έτσι κι εκείνες έσβηναν τις εστίες αρσενικής τρέλας πριν εξαπλωθούν στις πλατείες, στα λεωφορεία και στις οικογενειακές γιορτές.

Αν έχεις παρατηρήσει, παλιότερα η λέξη «βιασμός» ήταν ταμπού. Όχι γιατί δεν υπήρχε, αλλά γιατί το μπουρδέλο λειτουργούσε σαν προληπτική ιατρική. Αν σήμερα ανοίγεις την τηλεόραση και βλέπεις κάθε βδομάδα νέα υπόθεση, φαντάσου τι θα γινόταν χωρίς εκείνες τις γυναίκες που έπαιρναν πάνω τους το «κοινωνικό φορτίο».

Δεν είναι ωραία να το λες, δεν είναι politically correct, αλλά είναι η ωμή αλήθεια: τα μπουρδέλα έσωζαν ζωές. Ή έστω έσωζαν βρακιά.

Η δική μου γειτονιά είχε έξι μπουρδέλα στη σειρά. Έξι! Ο δρόμος ήταν σαν τη λεωφόρο με τα αστέρια στο Χόλιγουντ, μόνο που τα αστέρια έλαμπαν σε κόκκινο νέον και τα «ονόματα» δεν χαράζονταν στο πεζοδρόμιο, αλλά στο υποσυνείδητο των πελατών.

Κι αυτή η σειρά, σαν φωτεινή γιρλάντα, έδινε χαρακτήρα στη γειτονιά. Σου έλεγε: εδώ δεν έχουμε ψευτιές, εδώ έχουμε ζωή. Δεν είχαμε ανάγκη fancy καφέ με brunch και αβοκάντο, είχαμε τις κυρίες μας.

Και ναι, υπήρχε ασφάλεια. Γιατί ποιος θα τολμούσε να κλέψει ή να πουλήσει παραμύθια μπροστά στις τσατσάδες; Αυτές ήταν οι πραγματικές «μάνατζερ» του δρόμου. Έβαζαν τάξη, ήξεραν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, είχαν μάτια και αυτιά παντού.

Και ξαφνικά, λουκέτο. Το ένα μετά το άλλο. Σαν ντόμινο της παρακμής. Κάποιοι λένε ότι ήρθε η κρίση, άλλοι ότι έσφιξαν οι έλεγχοι, άλλοι ότι η γειτονιά «εξευγενίστηκε». Εγώ θα πω ότι απλώς χάσαμε τα κότσια μας.

Μόλις έκλεισαν τα σπίτια, τα φώτα έσβησαν και η γειτονιά βυθίστηκε στη μετριότητα. Τέρμα τα vibes, τέρμα η λάμψη. Η ασφάλεια χάθηκε, οι κλοπές άρχισαν, οι δρόμοι γέμισαν καταυλισμούς και πρόχειρα παζάρια.

Εκεί που άλλοτε περνούσες και ένιωθες μια αδιόρατη υπόσχεση ότι η ζωή έχει κάτι πικάντικο να σου δώσει, τώρα βλέπεις κατεβασμένα ρολά και φτηνά στρώματα στο πεζοδρόμιο.

Η γειτονιά χωρίς μπουρδέλα είναι σαν γειτονιά χωρίς περίπτερο: δεν έχει παλμό.

Κι εδώ είναι το τραγικό – ή το κωμικό, ανάλογα πώς το βλέπεις. Η κοινωνία που τόσο καιρό ωφελούνταν σιωπηλά από τα μπουρδέλα, τα ξέγραψε. Τα έκλεισε σαν να ήταν σκουπίδια, χωρίς να αναγνωρίσει το έργο τους.

Είναι σαν να καταργούσες τον ΟΣΕ και μετά να παραπονιόσουν ότι δεν έχεις τρένα. Σαν να έπαιρνες πίσω όλα τα φανάρια και μετά να θρηνούσες για τα τροχαία.

Ε, έτσι κι εδώ: κλείνεις τα μπουρδέλα, μετά τρέχεις να εξηγήσεις την άνοδο της εγκληματικότητας, της καταπίεσης, της βίας. Μα πώς; Μα γιατί;

Το χειρότερο δεν είναι καν η έλλειψη «υπηρεσιών». Είναι η έλλειψη χρώματος.

Όταν κατεβαίνεις έναν δρόμο και ξέρεις ότι σε περιμένει το κόκκινο φως στη γωνία, έχεις έναν ρυθμό, μια αναμονή. Όταν κατεβαίνεις κι όλα είναι μαύρα, είναι σαν να περπατάς σε σήραγγα.

Η γειτονιά έγινε βαρετή. Οι άνθρωποι πιο καχύποπτοι, πιο νευρικοί. Δεν υπήρχε πια εκείνη η παράξενη «κοινότητα» που έφτιαχναν τα μπουρδέλα. Γιατί μην γελιέστε: δεν ήταν μόνο πελάτες και κορίτσια. Ήταν και κουτσομπόλες της γειτονιάς, ήταν και περιπτεράδες που ήξεραν ποιος πήγαινε που, ήταν κι οι γριές στα μπαλκόνια που έκαναν σιωπηρή στατιστική έρευνα. Όλοι συμμετείχαν. Ήταν κοινωνία.

Γι’ αυτό γράφω αυτό το άρθρο σαν επικήδειο. Γιατί τα μπουρδέλα, όσο κι αν μας σοκάρει η λέξη, ήταν κάτι παραπάνω από «χώροι αμαρτίας». Ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής ζωής. Ένας θεσμός τόσο παλιός όσο και η ίδια η πόλη.

Και τώρα, που σβήσανε τα φώτα, μένει μόνο η ανάμνηση – και η θλίψη για τη γειτονιά που έγινε άχρωμη, άγευστη, άψυχη.

Αν αύριο έρθει κάποιος life coach και σου πει «κλείσε τα μάτια, φαντάσου τη γειτονιά των ονείρων σου», να του απαντήσεις:

«Εγώ θέλω γειτονιά με μπουρδέλα. Γιατί εκεί τουλάχιστον ξέρω ότι η υποκρισία έχει 20 ευρώ ταρίφα και τα υπόλοιπα είναι αληθινά».

Γιατί στο τέλος της ημέρας, ας το παραδεχτούμε: η κοινωνία δεν χάλασε όταν άνοιξαν τα μπουρδέλα· χάλασε όταν τα έκλεισαν.