Ξέρεις τι μου ’ρχεται να πω τελευταία; Πως έχουμε γίνει όλοι λίγο ξεναγοί σε ξένους που δεν θέλουν να ξεναγηθούν. Έρχονται, κοιτάνε γύρω τους, βγάζουν selfies μπροστά στην Ακρόπολη και σου λένε με ύφος “ναι, ωραίο, αλλά θα μπορούσε να έχει Wi-Fi”. Όχι φίλε μου. Η Ακρόπολη δεν χρειάζεται Wi-Fi. Η Ακρόπολη είναι το Wi-Fi. Συνδέεσαι απευθείας με την Ιστορία, όχι με το Instagram.
Κι όσο περνούν τα χρόνια, αρχίζει και με πιάνει ένας γλυκός παραλογισμός: πρέπει να απολογηθώ κιόλας που είμαι αυτό που είμαι. Που μιλάω ελληνικά, που φοράω το πουκάμισό μου ξεκούμπωτο μέχρι το τρίτο κουμπί, που τρώω τζατζίκι χωρίς φόβο και πάθος. Γιατί κάπου, κάποιος, μπορεί να θιχτεί. Μα τι ευαίσθητο είδος έχουμε γίνει; Αν υπήρχε διεθνές βραβείο αυγό-στα-άχυρα, η ανθρωπότητα θα το σήκωνε κάθε χρόνο.
Όλοι μιλούν για τον “σεβασμό στη διαφορετικότητα”, κι εγώ μαζί τους. Αλλά κάπου χάσαμε το manual. Ο σεβασμός, αγαπητοί μου, δεν σημαίνει να διαλύεις το σπίτι του άλλου για να νιώθεις άνετα εσύ μέσα του. Αν έρθω σπίτι σου, δεν θα αλλάξω τη διακόσμηση, δεν θα σου πω “βγάλε τα παπούτσια απ’ την πόρτα γιατί με αγχώνει η ακαταστασία σου”. Θα καθίσω, θα πιω τον καφέ σου, θα ευχαριστήσω και θα φύγω κύριος. Ε, το ίδιο ισχύει και για τις χώρες.
Όταν πας Ρώμη, δεν λες “ρε παιδιά, πολύ Βατικανό βλέπω, να το κάνουμε λίγο πιο μοντέρνο;”. Όταν πας Παρίσι, δεν τους ζητάς να βάψουν τον Πύργο του Άιφελ φούξια για να δείχνει καλύτερα στο TikTok. Κι όταν έρχεσαι Ελλάδα, δεν απαιτείς να σβήσουμε τον ήλιο γιατί σε ενοχλεί το φως. Φόρα ένα καπέλο, μην τα βάζεις με τον ήλιο. Ο ήλιος ήταν εδώ πριν από σένα.
Αλλά δεν φταίνε μόνο οι “άλλοι”. Φταίμε κι εμείς που έχουμε γίνει υπερβολικά “ευγενικοί”. Ένας λαός που κάποτε έλεγε “όχι” σε αυτοκρατορίες, τώρα λέει “ίσως” στο αν θα πει καλημέρα στη γλώσσα του. “Μην το πεις δυνατά, μην σε πουν οπισθοδρομικό”. Έχουμε βάλει τη σημαία στο συρτάρι και τη βγάζουμε μόνο στις εθνικές επετείους — κι αν τη βγάλουμε, κοιτάμε πρώτα γύρω μας μήπως προσβάλουμε κανέναν. Τέτοια κατανόηση πια που κοντεύουμε να χαθούμε μέσα στη συγγνώμη μας.
Και στο μεταξύ, η πολιτική ορθότητα έχει καβαλήσει το καλάμι της. Έχουμε γίνει κοινωνία του “μην πεις τίποτα”. Μην πεις “καλημέρα”, γιατί μπορεί να είναι μεσημέρι κάπου αλλού. Μην πεις “κυρίες και κύριοι”, γιατί κάποιος ίσως είναι κάτι άλλο. Μην πεις “καλό χειμώνα”, γιατί κάποιοι προτιμούν το καλοκαίρι. Έχουμε καταντήσει να μιλάμε με υποτίτλους φόβου.
Αλλά εγώ, να σου πω, προτιμώ να μιλάω ανθρώπινα. Να λέω “γειά σου”, να γελάω, να αυτοσαρκάζομαι. Κι αν αυτό θεωρείται παλαιολιθικό, τιμή μου. Γιατί τουλάχιστον δεν προσποιούμαι ότι ζω σε μια παγκόσμια σούπα όπου όλα είναι ίδια. Ο σεβασμός δεν σημαίνει να λιώσεις μέσα στο καζάνι. Σημαίνει να σταθείς απέναντι με κατανόηση, χωρίς να ακυρώνεις τον εαυτό σου.
Κι ύστερα υπάρχει και το άλλο το ωραίο: όλοι θέλουν να “φέρουν τον πολιτισμό τους”. Φέρ’ τον, αδερφέ μου, ευπρόσδεκτος! Αλλά μην θες να ακυρώσεις τον δικό μου για να νιώσεις οικεία. Το ίδιο ισχύει και για μένα όταν ταξιδεύω. Αν πάω σε άλλη χώρα, δεν απαιτώ να μου βάλουν φέτα στην πίτσα ούτε να ακούσω Σφακιανάκη στα ηχεία. Προσαρμόζομαι. Γιατί αυτός είναι ο σεβασμός — όχι η καταπίεση, αλλά η συνείδηση πως δεν είσαι μόνος σου στον κόσμο.
Και να το πω κι αλλιώς: όσο ζητάς να σε σέβονται, τόσο πρέπει κι εσύ να σέβεσαι. Όχι επιλεκτικά, όχι όταν σε βολεύει. Δεν γίνεται να απαιτείς κατανόηση και ταυτόχρονα να έχεις τη νοοτροπία “όλοι να κάνουν αυτό που εγώ θεωρώ σωστό”. Αυτή η αντίληψη έχει καταστρέψει και φιλίες και κοινωνίες. Ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος στα μέτρα κανενός — ούτε στα δικά μου, ούτε στα δικά σου.
Αντί να μιλάμε για “προσαρμογή”, μιλάμε για “δικαιώματα”. Ναι, τα δικαιώματα είναι ιερά. Αλλά δεν είναι άδειες παραβίασης των άλλων. Είναι γέφυρες συνύπαρξης. Όταν όμως η γέφυρα γίνεται one way, δεν λέγεται συνύπαρξη — λέγεται κατάληψη. Κι αυτό, όσο κι αν ντρεπόμαστε να το πούμε, το βλέπουμε γύρω μας: κοινωνίες που αντί να συναντηθούν στη μέση, χτίζουν στρατόπεδα “μην τολμήσεις να πεις τίποτα”.
Ξέρεις ποια είναι η ειρωνεία; Ότι εμείς οι ίδιοι δεν σεβόμαστε τον τόπο μας, αλλά ζητάμε από τους άλλους να τον σεβαστούν. Πάμε στα νησιά και πετάμε σκουπίδια, παρκάρουμε στις ράμπες, σφυρίζουμε στα φανάρια, και μετά παραπονιόμαστε για τους τουρίστες που φέρονται “σαν να είναι σπίτι τους”. Μα αν εσύ φέρεσαι σαν να μην είναι σπίτι σου, πώς να μάθει ο άλλος;
Ο σεβασμός ξεκινά από μέσα. Από το πώς μιλάς στον διπλανό σου, από το πώς σέβεσαι τον κανόνα, το έθιμο, το δημόσιο χώρο. Αν το κάνεις εσύ, θα το κάνει κι ο άλλος. Κι αν δεν το κάνει, ε, τότε του το θυμίζεις — όχι με φωνές, αλλά με παράδειγμα.
Ναι, έχω κι εγώ τις παραξενιές μου. Με ενοχλεί όταν κάποιος έρχεται και μου λέει πώς “πρέπει” να ντύνομαι ή να συμπεριφέρομαι “για να μην προσβάλλω”. Προσβάλλω ποιον; Τον καθρέφτη; Γιατί αν σε ενοχλεί το πουκάμισό μου ή το γέλιο μου, τότε ίσως το πρόβλημα δεν είναι το πουκάμισο ούτε το γέλιο. Ίσως είναι ότι δεν αντέχεις να βλέπεις κάποιον άνετο εκεί που εσύ νιώθεις άβολος.
Όμως το χιούμορ, δόξα τω Θεώ, δεν πεθαίνει. Το ελληνικό καφενείο, αυτή η ανεπίσημη Βουλή του λαού, κρατά ακόμα ζωντανό τον αυτοσαρκασμό μας. Εκεί, ανάμεσα σε φραπέδες και τάβλι, θα ακούσεις την πιο βαθιά σοφία: “όταν πας κάπου, σεβάσου τον τόπο”. Τόσο απλό. Καμία επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν χρειάζεται να το εξηγήσει. Το είπε η γιαγιά σου πριν πενήντα χρόνια και ακόμα ισχύει.
Και μέσα σε όλο αυτό, δεν είναι κακό να αγαπάς τον τόπο σου. Ούτε παλιομοδίτικο. Η αγάπη δεν είναι φανατισμός — είναι ρίζα. Όπως το δέντρο που σέβεται το χώμα του. Μπορεί να απλώνει κλαδιά παντού, αλλά δεν κόβει τις ρίζες του. Έτσι κι εμείς: μπορούμε να αγκαλιάζουμε τον κόσμο, αλλά χωρίς να ζητάμε να μας μοιάσει.
Ας το πούμε απλά, όπως θα το ’λεγε ο μπάρμπας στο καφενείο: “Να ’σαι άνθρωπος όπου κι αν πας. Αλλά μη γίνεις χαλί για να περάσει ο άλλος.” Γιατί στο τέλος, όταν όλοι παριστάνουμε τους “ανεκτικούς”, ξεχνάμε ποιοι είμαστε. Κι ο κόσμος δεν χρειάζεται περισσότερους καθρέφτες — χρειάζεται πρόσωπα.
Οπότε, όταν πας Ρώμη, μην αλλάζεις το Βατικανό. Κοίτα, θαύμασε, σεβάσου. Πιες έναν εσπρέσο, ρίξε ένα χαμόγελο στον διπλανό σου, μάθε δυο λέξεις στη γλώσσα τους. Και όταν έρθουν κι αυτοί εδώ, ας τους κεράσουμε έναν ελληνικό — όχι για να τους αλλάξουμε, αλλά για να τους δείξουμε πώς μοσχοβολάει ο σεβασμός.
Γιατί ο κόσμος δε θα σωθεί από “ορθότητα”. Θα σωθεί από κοινή λογική και μια δόση χιούμορ.
Κι αν κάτι με κάνει ακόμα να αγαπώ αυτόν τον τόπο, είναι ότι, όσο κι αν μας πιέζουν να “σοβαρευτούμε”, εμείς πάντα θα γελάμε λίγο ειρωνικά και θα λέμε:
“Κάπου ώπα, αδέρφια. Μην αλλάζουμε και το Βατικανό τώρα.”