Η σχέση μου με το φαγητό πάντα ήταν λίγο… έντονη. Όχι «μαγειρεύω γκουρμέ» έντονη — ας είμαστε σοβαροί — αλλά «αν υπήρχε ολυμπιακό άθλημα συναισθηματικής υπερφαγίας, θα είχα κατεβάσει δύο χρυσά μέχρι τα 16». Στην εφηβεία μου, το φαγητό ήταν κάτι σαν τοξικός πρώην: ήξερα ότι δεν μου κάνει καλό, αλλά επέστρεφα σε αυτό με την πρώτη ευκαιρία, σαν να μην υπάρχει αύριο. Και φυσικά, έπειτα έκανα ότι δεν καταλαβαίνω πώς βρέθηκα πάλι στο ίδιο έργο.
Δεν είχα ιδέα τότε ότι αυτό που ζούσα είχε όνομα, στρατηγικές και ψυχολόγους ολόκληρης καριέρας αφιερωμένους σε αυτό. Για μένα ήταν απλώς το απολύτως λογικό: όταν πληγωνόμουν, έτρωγα. Όταν βαριόμουν, έτρωγα. Όταν διάβαζα, έτρωγα. Όταν δεν διάβαζα — μάντεψε — επίσης έτρωγα. Αν υπήρχε μια στιγμή που ΔΕΝ έτρωγα, μάλλον κοιμόμουν.
Δεν ήμουν ο έφηβος του Χόλιγουντ που ξεσπάει στη μουσική, γράφει ποιήματα ή τρέχει σε εγκαταλελειμμένα πάρκα για να βρει τον εαυτό του. Όχι. Εγώ έτρωγα κρουασάν σοκολάτας. Ο καθένας με τα ταλέντα του.
Το ωραίο με τη συναισθηματική υπερφαγία είναι ότι δυσκολεύεσαι να τη δεις. Είναι ύπουλη. Δεν μπαίνεις με τα μούτρα σε έναν κουβά παγωτό μπροστά σε ολόκληρη την οικογένεια, για να σου πουν «μήπως είσαι λίγο στεναχωρημένος;». Όχι. Η υπερφαγία μου φορούσε μανδύα κανονικότητας. Ήταν τα «φυσιολογικά» τσιμπολογήματα, τα “θα φάω κάτι γρήγορο”, τα “εντάξει, είναι μέρα εξετάσεων”, τα “ήταν δύσκολη εβδομάδα”, τα “ήταν δύσκολη ένταση μαθήματος”, τα “ήταν δύσκολη… μέρα της ύπαρξης”.
Το φαγητό μετατράπηκε στο προσωπικό μου emotional support animal — μόνο που δεν ήταν ζωάκι, ήταν ζάχαρη. Και λυπάμαι, αλλά όσο χαριτωμένη κι αν είναι η σοκολάτα, δεν κάνει για παρέα στις δύσκολες φάσεις της ζωής. Στηρίζει ψυχολογικά περίπου όσο και μια άδεια καρέκλα.
Κάπου εκεί γύρω στα 15–16 άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι το πράγμα έχει ξεφύγει. Βασικά κατάλαβα τι έχω στο βρακί μου! Όχι επειδή άλλαξα εξωτερικά, αλλά επειδή ένιωθα πως η σχέση μου με το σώμα μου είχε γίνει… εταιρική. Εγώ αποφάσιζα τι θα κάνει, αυτό εκτελούσε, και στο τέλος της ημέρας δεν έπαιρνε ούτε μπόνους ούτε μπράβο. Το κουράζαμε, το πιέζαμε, το φορτώναμε όλες τις ψυχικές μας ανασφάλειες — και περιμέναμε μετά να σηκώσει κι εμάς και τη Γη. Το θέμα είναι να τον βλέπουμε όταν κατουράμε παιδιά!
Και φυσικά, ήρθε η στιγμή. Αυτή η απλή, σχεδόν γελοία στιγμή όπου λες: «Ωπα. Κάτι δεν πάει καλά. Χάνω τον εαυτό μου και δεν θέλω να χαθώ μέσα σε ένα κουτί μπισκότα». Ήταν ένα ύφος απογοήτευσης προς εμένα που θα ζήλευε και η Ελληνίδα μάνα. Εκεί κάπου συνειδητοποίησα ότι μάλλον χρειάζομαι κάτι παραπάνω από έναν φούρνο και μια καρδούλα στο Instagram για να νιώσω καλύτερα.- εντάξει υπερβολή, δεν είχαμε Instagram στο μακρινό 1998!!!
Η αλλαγή δεν ήταν επική. Δεν ένιωσα κάποιο “κάλεσμα”. Δεν βγήκε κανένα σύμπαν να μου πει «ήρθε η ώρα σου». Απλώς άρχισα να παρακολουθώ τον εαυτό μου με το ίδιο βλέμμα που κοιτάς μια φίλη σου όταν επιστρέφει στον πρώην της ενώ έχεις ήδη πει 17 φορές «ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΜΗΝ». Παρατήρηση, υπομονή, και αρκετό κρυφό eye-roll.
Έμαθα να ξεχωρίζω το «πεινάω» από το «με πείραξε αυτό που μου είπαν». Το «θέλω κάτι γλυκό» από το «η ζωή μου είναι ένα χάος και χρειάζομαι επείγουσα ψυχική στήριξη». Το «ας φάω κάτι» από το «ας κοιμηθώ γιατί δεν την παλεύω».
Οι υποτροπές; Τρελές. Τις λάτρευα και τις μισούσα ταυτόχρονα. Γιατί, ναι — σε κάθε μεγάλο άγχος, σε κάθε σχολικό δράμα που με έκανε να νιώθω ότι ο κόσμος καταρρέει (ενώ στην πραγματικότητα απλώς δεν με χαιρέτησε κάποιος στο διάδρομο), επέστρεφα στο φαγητό. Αλλά η διαφορά ήταν ότι πλέον το έβλεπα. Το έπιανα στα πράσα. Και ειλικρινά, όταν πιάνεις τον εαυτό σου να τρώει συναισθηματικά ενώ ξέρει ότι τρώει συναισθηματικά, το δράμα χάνει λίγο την αίγλη του.
Σιγά σιγά, άρχισα να γεμίζω το χρόνο μου με άλλα πράγματα — χόμπι που δεν μπορούσα να μασήσω. Περπάτημα. Μουσική. Γέλια. Μικρές νίκες και μεγάλες ησυχίες. Ανθρώπους που με έβλεπαν, όχι ανθρώπους που με ζύγιζαν. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι τα συναισθήματα δεν είναι μπουκιά· θέλουν χώρο, όχι κατάποση.
Το μεγάλο turning point, όμως; Θα σε απογοητεύσω. Δεν ήταν ένα “θαύμα”. Ήταν απλώς η ανατριχιαστικά δύσκολη στιγμή που είπα: «Συγχωρώ τον εαυτό μου». Εκείνον τον έφηβο που έκανε ό,τι μπορούσε με τα εργαλεία που είχε. Που πάλευε χωρίς να ξέρει καν ότι παλεύει. Που έτρωγε για να νιώσει καλύτερα, όχι επειδή ήταν “αδύναμος”, αλλά επειδή δεν είχε μάθει ποτέ άλλον τρόπο.
Και όταν συγχώρεσα αυτό το παιδί, κάτι μέσα μου ξεκλείδωσε. Δεν χρειαζόταν πια το φαγητό για να διαχειριστώ τη ζωή μου. Δεν ήταν εχθρός, δεν ήταν καταφύγιο. Ήταν φαγητό. Τόσο απλά. Και εγώ, για πρώτη φορά, ήμουν κάτι παραπάνω.
Σήμερα; Η σχέση μου με το φαγητό είναι ανθρώπινη. Ζωντανή. Κάποιες μέρες τέλεια, κάποιες μέρες χάλια, αλλά όλες οι μέρες αληθινές. Δεν φοβάμαι πια μήπως “πέσω”. Ξέρω ότι μπορώ να σηκωθώ.
Και αν κάτι έμαθα, είναι το εξής:
δεν χρειάζεται να φας τα συναισθήματά σου για να τα χωνέψεις.
Μπορείς απλώς να τα ζήσεις.
